Critical Comments: Οι κριτές του διαγωνισμού Color in Architecture δίνουν την οπτική τους πάνω σε επίκαιρα θέματα που αφορούν την αρχιτεκτονική και την πόλη – #4  Δημήτρης Ποτηρόπουλος

Ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος σπούδασε αρχιτεκτονική στo Technische Universität Darmstadt. Αφού εργάστηκε σε διάφορα γραφεία στην Γερμανία και την Ελλάδα, από το 1989 διατηρεί με την γυναίκα του, Λιάνα, το γραφείο Potiropoulos+Partners. Παράλληλα, αρθρογραφεί και δίνει διαλέξεις, ενώ έχει διακριθεί επανειλημμένα σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς.

Είναι ιδρυτικό μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής. Το 2009 οι εκδόσεις Ποταμός εξέδωσαν την μονογραφία «Ποτηρόπουλος Δ+Λ Αρχιτέκτονες» με επιλεγμένα έργα του γραφείου της περιόδου 1989-2009.

Στην πρόσφατη έκδοση “Αναγνώσεις της Ελληνικής Μεταπολεμικής Αρχιτεκτονικής” του Π. Τσακόπουλου, το γραφείο τους συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 18 γραφεία που επέλεξε ο συγγραφέας επιχειρώντας μια συνολική θεώρηση της αρχιτεκτονικής παραγωγής στην Ελλάδα από το 1950 μέχρι και σήμερα.



Ποιες βασικές αλλαγές εντοπίζετε στις όψεις/εμφάνιση των ελληνικών πόλεων τα τελευταία 10 χρόνια;
Η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία χειμάζει από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, είναι επομένως αναμενόμενο ότι η εικόνα των ελληνικών πόλεων θα έχει επηρεαστεί αντίστοιχα. Η γενικότερη έλλειψη πόρων έχει αναστείλει την οικοδομική δραστηριότητα, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα – η συρρίκνωση του κλάδου των κατασκευών άγγιξε το 85%. Παράλληλα, το ήδη υπάρχον κτιριακό δυναμικό δεν συντηρείται, ούτε προστατεύεται κατάλληλα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω υποβάθμισή του.
Αντίστοιχη είναι η εγκατάλειψη και του δημόσιου χώρου. Παρατηρούμε έτσι μια επιβράδυνση του ρυθμού ανανέωσης του αστικού τοπίου, κάτι ιδιαίτερα εμφανές στις μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Οι όποιες εξαιρέσεις απλώς αναδεικνύουν το παραμελημένο σύνολο ενός αστικού περιβάλλοντος που “γερνάει”, που “φθείρεται”, κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθημερινά.

Πώς μπορεί η αρχιτεκτονική να κατανοήσει τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές αλλαγές και να τις μετατρέψει σε μία ουσιαστική αρχιτεκτονική που συμπεριλαμβάνει, αντί να αποκλείει, τη δημόσια σφαίρα;
Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία έχουν τη δυνατότητα να συνδράμουν στην επίλυση, ή έστω στην αντιμετώπιση, των κοινωνικών προβλημάτων μέσω της αποτελεσματικότερης διαχείρισης του αστικού περιβάλλοντος. Άλλωστε, η πρόσφατη τάση της αναβίωσης του κοινωνικά προσανατολισμένου αρχιτέκτονα είναι κάτι που επισφραγίστηκε το 2016 με την απονομή του βραβείου Pritzker στον Alejandro Aravena.
Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι οι αρχιτέκτονες δεν αποφασίζουν μόνοι τους για όσα συμβαίνουν στον αστικό χώρο – η Ελληνική Πολιτεία (δηλαδή η αναθέτουσα και εκτελεστική Αρχή) και η κοινωνία (ο τελικός δηλαδή αποδέκτης της όποιας επέμβασης) επηρεάζουν εξίσου την διαμόρφωσή του. Για να υπάρξει αποτέλεσμα χρειάζεται η συναινετική συμπόρευση και των τριών.

Με ποιους τρόπους μπορεί η Αθήνα να αξιοποιήσει την εμπειρία άλλων πόλεων του εξωτερικού ή εσωτερικού, ώστε να επαναδιαπραγματευθεί την εικονογραφία της, αλλά και τη διάρθρωση και τις υποδομές της;
Tα παραδείγματα των πόλεων που επιχείρησαν και πέτυχαν μια τέτοια ριζική επαναδιαπραγμάτευση είναι γνωστά.
Από την Βαρκελώνη, που εκμεταλλεύτηκε την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων για να υλοποιήσει μια εκτεταμένη πολεοδομική και αρχιτεκτονική ανάπλαση, εξαπλασιάζοντας έκτοτε τους τουριστικούς της δείκτες, έως το Ρότερνταμ, που την τελευταία δεκαετία μεταμορφώθηκε από ένα βιομηχανικό λιμάνι με υψηλή εγκληματικότητα, στην ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του αειφόρου σχεδιασμού, ενσωματώνοντας δεκάδες πρωτοποριακές και πειραματικές αρχιτεκτονικές επεμβάσεις.
Πολλές από τις περιπτώσεις αυτές μπορεί να φαντάζουν ουτοπικές στην Ελλάδα της κρίσης, αλλά το νήμα που τις συνδέει είναι ορατό. Τέτοιου είδους «επανεφευρέσεις» επιτυγχάνονται μέσα από ένα ξεκάθαρο και εφαρμόσιμο όραμα, ένα συγκροτημένο συνολικό πλάνο, και την αποφασιστική και συνεπή υλοποίησή του. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονική ταυτότητα της Αθήνας μοιάζει να αποτελεί πλέον έναν γρίφο χωρίς λύση. Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι η μοναδική γενναία πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος θα προέλθει, αν προέλθει, από τους έλληνες πολιτικούς και όχι από τους τεχνικούς.

Τι χρώμα έχει η ελληνική πόλη;
Η ερώτηση αυτή θα μπορούσε να απαντηθεί με πολλούς τρόπους. Σε μια πρώτη ανάγνωση, η πλειοψηφία των ελληνικών αστικών κέντρων χαρακτηρίζεται από το “γκρι” της πανταχού παρούσας τυπολογίας της πολυκατοικίας, και όχι μόνο.
Αν, όμως, επικεντρωθούμε σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, όπως αυτό της Αθήνας, μπορούμε να δούμε το συνολικό φάσμα του προβλήματος: Αφενός η έλλειψη επαρκών χώρων δημόσιου πράσινου, που θα διέκοπταν την πυκνότητα του δομημένου χώρου, και αφετέρου η έλλειψη ενός σαφώς ορισμένου ιστορικού κέντρου – έτσι όπως το γνωρίζουμε από την τυπική ευρωπαϊκή πόλη – στερούν από την πρωτεύουσα μια ξεκάθαρη ταυτότητα. Είναι οι ισχυροί αστικοί πυκνωτές, η ευανάγνωστη και λειτουργική πολεοδομία, η αξιοποίηση και ενσωμάτωση της ιστορικής αρχιτεκτονικής, που προσδίδουν “ατμόσφαιρα” σε μια πόλη. Το πρόβλημα, λοιπόν, των ελληνικών πολεοδομικών σχηματισμών είναι ότι δεν προτείνουν σημεία αναφοράς, δεν έχουν κάτι να αφηγηθούν, δεν ανακεφαλαιώνουν ούτε τη μακρόχρονη παράδοση ενός βιώσιμου “ιστορικού κέντρου” ούτε τις εμπειρίες της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας.

Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία έχουν τη δυνατότητα να συνδράμουν στην επίλυση, ή έστω στην αντιμετώπιση, των κοινωνικών προβλημάτων μέσω της αποτελεσματικότερης διαχείρισης του αστικού περιβάλλοντος.

Διαβάστε περισσότερα για το διαγωνισμό και τους κριτές, εδώ: colorinarchitecture.gr
και ακολουθήστε τη σελίδα του Color in Architecture sto Facebook για ενημερώσεις.


RELATED ARTICLES