Η συζήτηση με τον Δημήτρη Ποτηρόπουλο, αρχιτέκτονα και επικεφαλής της Potiropoulos+Partners, έχει ως αφορμή την αρχιτεκτονική του τουρισμού. Ξαποσταίνουμε ωστόσο σε απρόσμενα φιλοσοφικά καταφύγια, όπως αυτό της αρχιτεκτονικής πάρα από την «οφθαλμοκεντρική νοοτροπία» και της κατοίκηση συμφιλιωμένη με την φύση ο άνθρωπος «είναι-μέσα-στον-κόσμο», αλλά και στο design του Slow Living Resort στις Κυκλάδες, τις βίλες του Costa Navarino και το Slow Living Resort στις Κυκλάδες.

-Συνεντευξη στη Δανάη Μακρή

Η πορεία σας στον κόσμο της αρχιτεκτονικής μετρά αρκετά χρόνια, ώστε να έχετε πραγματικά αποκρυσταλλώσει εμπειρία. Πως έχει εξελιχθεί αφενός το αφήγημα, αφετέρου το αποτέλεσμα της αρχιτεκτονικής στα χρόνια που εργάζεστε ως αρχιτέκτονας;

Η αρχιτεκτονική μας επιτρέπει να κατανοούμε τη διαλεκτική της μονιμότητας και της μεταβολής, να την τοποθετούμε στο συνεχές του πολιτισμού και του χρόνου, και να βρίσκουμε τη δική μας θέση σε αυτό το γίγνεσθαι. Οφείλει να αντιλαμβάνεται τις δυναμικές εξελίξεις τις κοινωνικές και τις περιβαλλοντικές, να προβλέπει, και να δίνει απαντήσεις, διαμεσολαβώντας ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον, στο υλικό και το πνευματικό, στους ανθρώπινους δεσμούς και τα άτομα. Αυτό που χρειάζεται η αρχιτεκτονική περισσότερο σήμερα είναι ακριβώς ότι χρειαζόμαστε και στη ζωή μας: το Θεμελιώδες, με την έννοια των αρχετυπικών αξιών διαβίωσης, που έχουν παραμεληθεί, και την Ελικρίνεια, το Αυθεντικό, ως απάντηση στην τάση για εντυπωσιασμό. Όταν υπερασπίζεσαι το δικαίωμα στο Θεμελιώδες και το Αυθεντικό στο κτίριό σου, υπερασπίζεσαι το Θεμελιώδες και το Αυθεντικό και κοινωνικά και περιβαλλοντικά, ως μια αναπόφευκτη, αμοιβαία σχέση. Η αρχιτεκτονική μπορεί να ενδυναμώσει την επαφή μας με τον κόσμο και τον εαυτό μας, και να στηρίξει τον αντίλαλο της ζωής μας μέσα στο βάθος της ιστορικότητας και της πνευματικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Η συνθήκη αυτή απαιτεί βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης, δεδομένου ότι η αρχιτεκτονική αποτελεί παράγοντα διαμόρφωσης κοινωνικών συμπεριφορών. «Καθώς το περιβάλλον που εκτυλίσσεται η ζωή του καθενός μας έχει χάσει το ανθρώπινο νόημά του», λέει ο Juhani Pallasma, «σκοπός της τέχνης και της αρχιτεκτονικής είναι να επανα-μυθοποιήσουν, να επαν-αισθητοποιήσουν και να επαν-ερωτικοποιήσουν την σχέση μας με τον κόσμο». Για άλλη μια φορά η συζήτηση επανέρχεται στην ποιητική διάσταση της αρχιτεκτονικής. Αυτή την αναζήτηση της ποιητικής ουσίας της δεν την αντιλαμβάνομαι ως ουτοπία, αλλά ως αναγκαιότητα. Η αρχιτεκτονική πρέπει να υπηρετήσει την κοινωνία με νέα ηθική και συνείδηση, απαλλαγμένη από τα δεσμά μιας οφθαλμοκεντρικής, ως προς το «design προβολής», μη βιώσιμης περιβαλλοντικά και κοινωνικά νοοτροπίας, να οραματίζεται «ιδέες» και «εικόνες» μιας ιδανικής ζωής. Αν το πετύχουμε, θα έχουμε προσφέρει μια σπουδαία υπηρεσία στην βιολογική και ηθική μας φύση. Ως προς την αρχιτεκτονική γλώσσα, σας απάντησα ήδη στην πρώτη σας ερώτηση. Δεν υπάρχει, και δεν νοείται, «εξειδικευμένη» γλώσσα για τις τυπολογίες που αφορούν στον χώρο του τουρισμού και της φιλοξενίας. Η προσέγγιση του κάθε αρχιτέκτονα είναι, ή οφείλει να είναι, ενιαία και συνεπής -ως περιεχόμενο και έκφραση- ανεξάρτητα από τον τύπο κτιρίου που διαπραγματεύεται.

Στις μέρες μας, οι ιδιωτικές κατοικίες για τις διακοπές και τα ξενοδοχεία έχουν απογειώσει τον κύκλο εργασιών των Ελλήνων αρχιτεκτόνων. Πως αξιολογείτε αυτή την τάση ως προς την μακροχρόνια προοπτική της για τα αρχιτεκτονικά γραφεία;

Νομίζω ότι είναι κάτι πρόσκαιρο. Θα διαρκέσει κάποιο χρόνο, και μετά η υπερδραστηριότητα αυτή στο πεδίο του τουρισμού θα ομαλοποιηθεί, ή τουλάχιστον ελπίζω και εύχομαι να ομαλοποιηθεί για να μην καταντήσουμε «Ισπανία». Στην Ελλάδα η αρχιτεκτονική παραγωγή λειτουργεί σε κύκλους: Το 1980 ήταν η περίοδος των νοσοκομείων, λόγω ανάπτυξης του ΕΣΥ, το 2.000 των ολυμπιακών έργων, σήμερα του τουρισμού. Σε ενδιάμεσους χρόνους παρακολουθήσαμε την «έκρηξη» των πολυτελών κατοικιών, κυρίως στο βόρεια προάστια της Αθήνας, των γκουρμέ χώρων εστίασης, γενικότερα του lifestyle στην υπερβολή του. Η Ελλάδα έχει τον δικό της παράδοξο τρόπο να αντιλαμβάνεται και να μεταβολίζει τις εξελίξεις. Αυτό που θα έπρεπε να συζητήσουμε είναι, το πως τα ελληνικά αρχιτεκτονικά γραφεία θα γίνουν εξωστρεφή, απευθυνόμενα στην παγκόσμια κοινότητα, προκειμένου αφενός να εμπλουτίσουν την εμπειρία και τις παραστάσεις τους, και αφετέρου να είναι σε θέση να συνδιαμορφώνουν τα σύγχρονα ρεύματα και όχι να τα παρακολουθούν εκ του μακρόθεν. Που σημαίνει ότι πρέπει να εκτεθούν στην έρευνα. Και όλον αυτόν τον πλούτο να τον εισάγουν στον εγχώριο κόσμο μας, εκπαιδεύοντας έμμεσα και την ελληνική κοινωνία ώστε να αρχίσει να σκέφτεται διαφορετικά. Μπορεί να μοιάζει φιλόδοξο όλο αυτό, αλλά είναι μια πρόκληση που αξίζει να την δούμε.


Επίσης θα ήθελα ένα σχόλιο σχετικά με τις πολιτισμικές και οικονομικές συνέπειες – θετικές ή και αρνητικές- της μεγάλης ανάπτυξης του τουρισμού στην Ελλάδα.

Μετά από αρκετά χρόνια ύφεσης λόγω πανδημίας, είναι αλήθεια ότι ο ταξιδιωτικός τομέας γνωρίζει στην χώρα μας μεγάλη άνθιση, που μπορεί να είναι θετική για τις τοπικές οικονομίες, αλλά έχει επίσης και σημαντικά μειονεκτήματα, όπως: Επιβάρυνση των δημόσιων πόρων, χαμηλότερη ποιότητα ζωής για τους ντόπιους, μειωμένη εμπειρία των επισκεπτών, για να αναφέρω μόνο μερικά από αυτά. Μια τελευταία έκδοση της «No List» επικεντρώνεται σε τρεις κύριους τομείς -τον υπερτουρισμό, την ρύπανση και την ποιότητα και επάρκεια των υδάτων- οι οποίοι δεν βλάπτουν μόνο τους ίδιους τους προορισμούς, αλλά και τις τοπικές κοινωνίες. Στη δεύτερη θέση της λίστας βρίσκεται η Αθήνα, με την Βενετία να κατέχει την πρώτη μετά την ζημιά που προκλήθηκε στο οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας από τα κρουαζιερόπλοια. Στην ενότητα που αφιέρωσε στην Αθήνα, η Fodor’s αναφέρει ότι ο υπερβολικός τουρισμός και η έλλειψη στρατηγικής διαχείρισής του προκαλούν προβλήματα στην Ακρόπολη αλλά και στις γύρω περιοχές, υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα των κατοίκων της πρωτεύουσας. Κρούοντας των κώδωνα του κινδύνου, οι συντάκτες του άρθρου τόνισαν ότι εάν το κύμα των επισκεπτών συνεχιστεί ανεξέλεγκτα, οι αθηναϊκές συνοικίες θα διαβρωθούν πολιτιστικά, ενώ η Εθνική Επιτροπή του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων αναφέρει ότι στην Ακρόπολη οι υπερβολικές επισκέψεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν μη αναστρέψιμες φθορές. Η Αθήνα ωστόσο δεν είναι ο μόνος προορισμός στην Ελλάδα που επιβαρύνεται από το πρόβλημα του μαζικού, μη ελεγχόμενου τουρισμού. Στην Κρήτη, στα Μάλια, ο μαζικός τουρισμός έχει επιφέρει αλλαγές στο τοπίο, το ίδιο συμβαίνει και στον Κάβο της Κέρκυρας. Στο Πήλιο καταγράφεται εκτίναξη των αφίξεων, στα χωριά της Αρκαδίας επίσης, αλλά και στα νησιά. Κανείς δεν γνωρίζει πως θα είναι αυτά τα μέρη σε μερικά χρόνια, χωρίς τον κατάλληλο σχεδιασμό για μια βιώσιμη διαχείριση των τουριστικών ροών. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί τουριστικοί πόλοι σε όλο τον κόσμο αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και θέτουν περιορισμούς που αποσκοπούν στον έλεγχο των ζητημάτων και των παράπλευρων απωλειών του υπερτουρισμού, ενθαρρύνοντας τους εμπλεκόμενους να αναλάβουν την ευθύνη να καταστήσουν τον τουρισμό βιώσιμο. Ο υπεύθυνος τουρισμός είναι πολυδιάστατος, χαρακτηρίζεται από μορφές τουρισμού που ελαχιστοποιούν τις αρνητικές οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις, ενώ συμβάλλουν στη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του κάθε τόπου, και της παγκόσμιας ποικιλομορφίας. Η λύση για μας είναι ακριβώς αυτή, να στρέψουμε το μοντέλο μας σε μια υπεύθυνη, δηλαδή βιώσιμη, μορφή τουρισμού. Διαχειριστικό, επομένως πολιτικό, είναι το πρόβλημα του υπερτουρισμού, δεν αντιμετωπίζεται μέσω της αρχιτεκτονικής.


Πιστεύετε ότι η ζήτηση για ξενοδοχεία διαμορφώνει νέες αρχιτεκτονικές τυπολογίες; Τι σας αρέσει και τι σας προβληματίζει ως προς τη σύγχρονη αρχιτεκτονική γλώσσα της αρχιτεκτονικής του τουρισμού;

Σε ένα βαθμό οι αρχιτεκτονικές τυπολογίες, όπως και η ίδια η αρχιτεκτονική, διαμορφώνονται δυναμικά. Αντανακλούν τις ανάγκες της κοινωνίας, όπως αναμένεται και είναι το φυσιολογικό, ή στην ακραία εμπορική ηθική, γεννούν με τεχνητό τρόπο «επιθυμίες προς πώληση» σύμφωνα με το εκάστοτε μάρκετινγκ, που δεν θα πρέπει να συμβαίνει. Όλα αυτά οφείλουν να ισορροπούν. Ως προς την αρχιτεκτονική γλώσσα, σας απάντησα ήδη στην πρώτη σας ερώτηση. Δεν υπάρχει, και δεν νοείται, «εξειδικευμένη» γλώσσα για τις τυπολογίες που αφορούν στον χώρο του τουρισμού και της φιλοξενίας. Η προσέγγιση του κάθε αρχιτέκτονα είναι, ή οφείλει να είναι, ενιαία και συνεπής -ως περιεχόμενο και έκφραση- ανεξάρτητα από τον τύπο κτιρίου που διαπραγματεύεται.

Σε έναν κόσμο όπου οι παγκόσμιες και οι τοπικές επιρροές συχνά συγκρούονται, τι σημαίνει για σας τελικά πολιτιστική ευαισθησία και συνέπεια με το περιβάλλον;

Ο σύγχρονος κόσμος του design αρέσκεται σε ένα μέλλον σχεδόν χωρίς παρελθόν. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο μοντερνισμός προσπάθησε να αποκοπεί από τη μνήμη, δεν βασίστηκε στην εξέλιξη αλλά στην τομή. Στην υπερβολή του κάποιοι μιλούσαν για απόλυτη κατάργηση της μνήμης. Όμως αταβιστικά υπάρχει συνέχεια, στην πραγματικότητα λειτουργούμε με πράγματα που προϋπάρχουν. Όταν σκέφτομαι την αρχιτεκτονική, όταν σχεδιάζω, δεν έχω κάποια διάθεση ματαίωσης ή διαγραφής του παρελθόντος, υπάρχει ο παράγοντας της μνήμης στο συνειδητό και στο υποσυνείδητό μου, ή και στο ασυνείδητο, υπάρχει ταυτόχρονα και η προσδοκία για το «νέο». Το «τυχαίο» -όταν προσπαθείς να δημιουργήσεις κάτι η διαδικασία δεν είναι απόλυτα εκλογικευμένη- έρχεται και συνδιαμορφώνει τελικά την σκέψη. Δεν έχω εμμονή με το παρελθόν, παρόλο, που όπως είπαμε, όλα έχουν ένα ιστορικό πλαίσιο, μια αρχή, και υπόκεινται σε μεταβολές προϊόντος του χρόνου. Έχω όμως «νοσταλγία», με την έννοια της διάθεσης «συμπερίληψης», αν και δεν είναι δόκιμος ο όρος, για ότι προκαλεί συναισθηματικά, ως εμπειρία, η μνήμη. Όπως το πρωινό αττικό φως, ή μια εικόνα από ελαιώνες, το ελληνικό καλοκαίρι, ή οι παραδοσιακοί οικισμοί των νησιών. Ή ακόμη η εσωστρέφεια της αυλής, η σκιά κάτω από την κληματαριά της πέργκολας, οι μυρωδιές της φύσης. Όλα αυτά, ως «θραύσματα», κάπου, σε δεύτερη ανάγνωση, ενυπάρχουν στα σχέδια του γραφείου. Αλλά η κατεύθυνσή μας είναι προς τα εμπρός. Το διαχρονικό ή το υπερχρονικό δεν με απασχολούν. Πολιτιστική ευαισθησία και συνέπεια ως προς το περιβάλλον είναι για μένα το «Θεμελιώδες» και το «Αυθεντικό», όπως ήδη σας είπα. Δηλαδή το βιώσιμο σε βάθος χρόνου. Αν μπορούσε να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα της διαφοροποίησης του βιώσιμου από τον μη βιώσιμο σχεδιασμό, αυτή θα ήταν η εξασφάλιση μιας γλώσσας που δεν θα επιβαρύνει το φυσικό περιβάλλον και το πολιτισμικό δεδομένο, από μια οικολογικο-κεντρική, πολιτισμική οπτική, η εναντίωσή της στην απόλυτη εμπορευματοποίηση, από μια κοινωνικο-κεντρική οπτική, και το όραμα για ένα «ιδανικό» μέλλον, που μπορεί και να μην έρθει ποτέ, από μια ποιητική οπτική, γιατί χωρίς όνειρα δεν μπορούμε να ζήσουμε.


Μιλήστε μας για τη σχεδιαστική λογική στις βίλες του Costa Navarino.

Εννοιολογικά η «ηθική» του σχεδιασμού στις βίλες μας στο Costa Navarino προκύπτει από το «habitus», δηλαδή τις «συνήθειες», σχετίζεται με τον τρόπο ζωής, με την ατμόσφαιρα της διαβίωσης, δεν απευθύνεται άμεσα στο κτίριο/κατασκευή, αλλά κυρίως στο βίωμα που αυτό προκαλεί. Η αφήγηση που επινοήθηκε δεν είναι μια ειδυλλιακή, εικονογραφική μεταφορά, αλλά μια διαρκής εντατική διάδραση που προτρέπει τον χρήστη να αφουγκραστεί την συνομιλία του Τόπου -Πελοπόννησος, Μεσσηνία- με τον σύγχρονο τρόπο κατοίκησης. Ο διάλογος αυτός, όπως εκφράζεται χωρικά, διαθέτει υλικότητα, πυκνότητα, βαρύτητα, θερμοκρασία και ακουστική ποιότητα, στοιχεία που δεν έχουν να κάνουν με αφηρημένες έννοιες αλλά με μια εμπεριστατωμένη εμπειρία. Στοχεύσαμε σε μια αρχιτεκτονική εκφραστική και ανθρώπινη, ολοκληρωμένη και ήρεμη, με ελεγχόμενες ανατροπές και πολλαπλές αναγνώσεις. Σε αυτόν τον μετρημένο και μαζί αφηγηματικό αρχιτεκτονικό λόγο, που συνδυάζει τα «μοντέρνα» με τα «παραδοσιακά» συστατικά, το «νέο» με την μνήμη, κυριαρχεί μια «ιδέα» που υπερβαίνει τις κλισέ σχεδιαστικές χειρονομίες, καθώς αφουγκράζεται τον κόσμο της ιστορίας και του μύθου.


Η ανάγκη για «πολυτέλεια» έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη λιτότητα του ελληνικού βίου και του τοπίου, όπως διαμορφώθηκε από την κοινωνική μας αλήθεια. Ωστόσο, επενδυτές και νέοι κάτοικοι αναζητούν την «ελληνικότητα». Έχουμε μία αντίφαση; Και τι συμβουλεύει ο αρχιτέκτονας;

Σήμερα, «πολυτέλεια» -και «ελληνικότητα» αν θέλετε- είναι η επιστροφή στη φύση. Αναφέρομαι σε μια αρχιτεκτονική που εμπεριέχει στη φιλοσοφία της την έννοια της «μητέρας γης» αναδεικνύοντας την σύνδεση της ανθρώπινης υπόστασης με την εμπειρική κατανόηση και βίωση όσων συναποτελούν τον φυσικό μας περίγυρο ή προέκτασή του. Για τον Heidegger, μόνο σε μια κατοίκηση συμφιλιωμένη με την φύση ο άνθρωπος «είναι-μέσα-στον-κόσμο» και σε ασφαλή σχέση μαζί του. «Οφείλουμε να κτίζουμε με τον τρόπο που καλλιεργούμε τη γη», υποστηρίζει, «…κατοίκηση έχουμε μόνο στην ύπαιθρο, ριζωμένοι στο έδαφος, στην οικεία μνήμη». Το διακύβευμα αφορά σε έναν τρόπο σχεδιασμού, που όσο αντιφατικό και αν ακούγεται σε συνάρτηση με την αλματώδη εξέλιξη της τεχνολογίας, επιδιώκει να αποδώσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μια αίσθηση φυσική προκειμένου να αφυπνίσει σχέσεις που λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής έχουν παραμεληθεί. Η σύγχρονη χωρική ποιότητα και εµπειρία θα πρέπει να συνδεθούν µε την επανεφεύρεση µιας νέας αφήγησης γύρω από το ζήτημα της βιωσιμότητας, μέσω της ανατροπής καθιερωµένων πρακτικών που οδήγησαν στην σημερινή περιβαλλοντική κρίση. Το ίδιο το περιβάλλον, το φυσικό και το τεχνητό, αποτελεί πλέον ένα συµβάν προς αναγνώριση και επανανοηµατοδότηση. Η διαµορφούµενη ιδέα για τον αρχιτεκτονικό χώρο δεν μπορεί να είναι ουδέτερη ως προς τις απαιτήσεις κατοίκησης με γνώμονα τις επιταγές της αειφορίας. Η επαφή του ανθρώπου με την φύση, με τη γη, αποτελεί θεμελιώδες, επιβιωτικό θέμα.


Ποια η αφήγηση του Slow Living Resort στις Κυκλάδες για την συγκεκριμένη άποψη και την αρχιτεκτονική σας;

Στο Slow Living Resort, ο συνθετικός χειρισμός δεν προτείνει θεαματικές χειρονομίες, εστιάζει στο ριζωμένο στο βάθος του χρόνου τοπικό ιδίωμα. Επιδιώκει να προσφέρει «πολλά» με ότι υπάρχει ήδη εκεί. Πρόθεσή του δεν είναι να δημιουργηθεί ένα «κτιριακό συγκρότημα-μνημείο», αλλά ένα ανοικτό σύστημα που εμπεριέχει στη φιλοσοφία του την έννοια της «ευεξίας» επιτρέποντας στο φως, στον αέρα και στο πράσινο, στην αλλαγή των εποχών και των χρωμάτων, να περνάνε εντός του. Ως πρωταρχικό μέλημα τέθηκε εξαρχής η προοπτική μιας πολυαισθητηριακής εμπειρίας μέσα στη φύση. Ο γενικός σχεδιαστικός καμβάς ακολουθεί τις δυνάμεις του πεδίου, θέτει όρια, διαιρεί, παράλληλα ενώνει, παράγει χώρο. Με τους μονώροφους όγκους οργανωμένους σε μια βασική σπονδυλική στήλη που σχηματίζουν ο πυρήνας με τις δημόσιες λειτουργίες, το πλέγμα των πεζοδρόμων, και ο περιμετρικός δακτύλιος, τόσο η διάρθρωση του master plan όσο και η αρχιτεκτονική γλώσσα αφουγκράζονται την εγγενή λιτότητα της τοπικής αρχιτεκτονικής. Η κεντρική πλατεία -τόπος αρχετυπικός, οικείος, γεμάτος μνήμες- αντιμετωπίζεται ως καρδιά του συνόλου. Με σαφή αναφορά στο πολιτισμικό-κοινωνικό υπόβαθρο των κυκλαδίτικων οικισμών, το κέντρο του συγκροτήματος μεταμορφώνεται σε τόπο γιορτής της ίδιας της ζωής. Ο επισκέπτης βιώνει μια συνεχή, ρέουσα εμπειρία από λειτουργία σε λειτουργία, από τις «ορισμένες» και πιο «επίσημες», στις πιο «αφηρημένες» και «καθημερινές». Ακολουθώντας τη γεωμετρική τυχαιότητα της γενικής διάταξης, όπως αυτή σχηματοποιείται στο ίχνος των γλυπτικών, λίθινων τοίχων κατά μήκος του δικτύου πεζοδρόμων, τα κτίρια καταλυμάτων από πέτρα και κάποια από σοβά ενσωματώνονται ισορροπημένα στους εδαφικούς κυματισμούς. Οι προστατευμένες, μεσογειακές αυλές τους ανοίγονται προς τη θέα αποτελώντας συνέχεια των εσωτερικών χώρων, το «μέσα» με το «έξω» ενοποιείται. Η ποιητική των υλικών έχει τον δικό της συμβολισμό, το δικό της λεξιλόγιο, ενώ η αλληλεπίδραση με το φως επιτρέπει να αναδειχθούν αναπάντεχες σχέσεις και αντιθέσεις μαγνητίζοντας το βλέμμα. Δημόσιοι και ιδιωτικοί «κήποι» αγκαλιάζουν τα κτίσματα, που θυμίζουν εδαφική προέκταση, σαν ανασήκωμα του τοπίου. Η φύση κυριαρχεί. Το «Slow Living Resort» είναι απαλό, προσαρμόζεται στο φυσικό ανάγλυφο, κάπου υποχωρεί σημειακά, και ταυτόχρονα δηλώνει την παρουσία του. «Απ’ άκρη σ’ άκρη του χώρου, σε ένα συνεχές, βιωματικό παρόν υπάρχει ο Άνθρωπος».


Υπάρχουν τοπία που η ανεύθυνη δόμηση, λόγω του τουρισμού έχει ήδη καταστρέψει; Πως θα μπορούσαν οι αρχιτέκτονες να «σώσουν» αυτές τις περιοχές και τι παράδειγμα έχει να μεταφέρει το συγκρότημα Active Materaility;

Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας ο άνθρωπος πάλευε με τη φύση επιδιώκοντας την αρμονική συνύπαρξη μαζί της. Στο έργο του Raphael Lamar West: «Hercules Slaying the Hydra», αποτυπώνεται ακριβώς η ένταση αυτής της προσπάθειας. Αντίθετα με το τι έκαναν οι πρόγονοί μας, οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουμε αναπτύξει την αντίστιξη προς την φύση. Πλέον, ενώ διανύουμε την τρίτη χιλιετία, συνειδητοποιούμε ότι για να επιβιώσουμε πρέπει να την προστατέψουμε, να ζήσουμε μαζί της.
Ως προς την ιδέα του «Active Materaility», πέρα από την μυθολογική διάσταση, που δεν θα αναλύσω εδώ, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει κάποιος την συγκυριακή ομοιότητα των σχημάτων στη ζωγραφική του West με εκείνα της τοπογραφίας στην περιοχή του project. Ειδικότερα, με το ακανόνιστο, δαντελωτό όριο της ακτογραμμής, καθώς η παραλία σβήνει συναντώντας το νερό. Η καμπυλόμορφη αυτή εδαφική δομή χαρακτηρίζει όμως και το ανάγλυφο της ευρύτερης περιοχής της Αργολίδας, που αποτελείται από ήπιους λόφους, αλλού εντονότερες εδαφικές εξάρσεις ή υφέσεις, που θυμίζουν πίνακα κυμάτων ενώ μετασχηματίζονται συνεχώς. Ο συνθετικός χειρισμός «διαλύει» τα όρια μεταξύ ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος σκηνοθετώντας στον χώρο κτιριακούς όγκους ελεύθερης γεωμετρίας, σαν φυσικά πέτρινα λαξεύματα μεγάλης κλίμακας, ως προέκταση του τοπίου. Στόχος του σχεδιασμού ήταν τα κτίρια να αφήσουν το μικρότερο δυνατό αποτύπωμα στην τοπική φύση, αποτελώντας συνέχεια της γης, να «γίνουν ένα» μαζί της.


Θέλετε να «προφητεύσετε» ορισμένες τάσεις για την ελληνική αρχιτεκτονική;

Υπάρχει στην σημερινή κοινωνία, παγκόσμια, μια παράδοξη συνεκτικότητα ετερόκλητων, αντιφατικών στοιχείων, που καθρεφτίζεται και στην σύγχρονη αρχιτεκτονική παραγωγή, όπου η συνοχή ναι μεν συνδέει αυτά τα κομμάτια, όχι όμως ολοκληρωμένα, αλλά σε μια κατάσταση ευαίσθητης ισορροπίας. Σε αυτή την δυναμική, εκείνο που κατ’ αρχήν παρατηρείται είναι μια αποσταθεροποίηση των φιλοσοφικών και συνθετικών θεωρήσεων και αναζητήσεων στην αρχιτεκτονική, με την έννοια της παρουσίας ασάφειας και γκρίζων ζωνών, που εγκαλούν ιδέες μετασχηματισμού της προς κατευθύνσεις που δεν είναι γνωστές. Θεωρώ ότι η αρχιτεκτονική μπαίνει σε μια νέα φάση, αυτή των πολλών ερωτηματικών. Δεν νομίζω ότι μπορώ να κάνω προβλέψεις.

Το έργο “Serpentine House” στο Ελληνικό, του γραφείου Potiropoulos+Partners βραβεύθηκε με το A’ Design Award Silver 2024.

Η κριτική επιτροπή του A’ Design Award & Competition, η οποία αποτελείται από καταξιωμένους designers, κορυφαίους ακαδημαϊκούς, εξέχοντες επιχειρηματίες παγκοσμίως αλλά και επιδραστικά μέλη των μέσων ενημέρωσης, απένειμε το εν λόγω βραβείο αναγνωρίζοντας ότι το design του κτιρίου αποτελεί την αιχμή του δόρατος ως προς τον σχεδιασμό και την καινοτομία που παρουσιάσει ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει την αφοσίωσή της Potiropoulos+Partners στον σχεδιασμό και την παραγωγή σύγχρονης και προωθημένης αρχιτεκτονικής διεθνώς.


RELATED ARTICLES