«Τι μπορεί να καταφέρει σε αυτόν τον κόσμο ένας διαυγής άνθρωπος? Φέροντας μέσα του μιαν απαίτηση χωρίς αβρότητες.»
 

Το Ωδείο Αθηνών, το μοναδικό υλοποιημένο κτίριο του διαγωνισμού του 1959 για το Πνευματικό Κέντρο διεκδικεί επίσης τη μοναδικότητα ανάμεσα στα δημόσια κτίρια της πόλης: είναι ένα αριστούργημα ανυπολόγιστης δύναμης και ευαισθησίας, το μόνο πρόσφατο, αυτής της κλίμακας στην Αθήνα. Το πρόγραμμα προέβλεπε τη δημιουργία Κρατικού Θεάτρου, κτιρίου Συναυλιών Χοροδράματος και Συνεδρίων, υπαίθριο Θέατρο, Βιβλιοθήκη, Μουσείο και Πινακοθήκη, κτίριο Επιστημονικών Οργανισμών, μεγάλη Πλατεία προς τη Λεωφόρο Β. Σοφίας, Ξενοδοχείο επί της οδού Ρηγίλλης και το Ωδείο Αθηνών. Ο διαγωνισμός του Πνευματικού Κέντρου ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τον πνευματικό κόσμο της εποχής, τόσο ως διαδικασία και κυρίως ως αποτέλεσμα: ως συγκεκριμένη πολεοδομική και αρχιτεκτονική πρόταση. Η ταυτόχρονη εμμονή του Δεσποτόπουλου, μεταφοράς του κτιρίου του Βυζαντινού Μουσείου σε άλλη θέση, ώστε να υποτάσσεται στο σύνολο, ίσως ήταν η πέτρα του σκανδάλου σε μια προκλητική αλλά δεξιοτεχνική σύνθεση που διαπνέεται από μία κλασσική απλότητα, και από τον πλέον ρηξικέλευθο μοντερνισμό. Η πρόταση κρίθηκε στο σύνολό της και με ηχηρό τρόπο, ως απορριπτέα. Το αιχμηρό σχόλιο που αποδίδεται στον Delacroix σχετικά με τις κρίσεις του έργου του Μanet από τους συγχρόνους του θα μπορούσε εδώ να επαναληφθεί για τον Δεσποτόπουλο: «…συγκεντρώνει όλες τις ποιότητες που είναι απαραίτητες προκειμένου να απορριφθεί ομόφωνα από όλους τους κριτές του κόσμου.»

Αν παρακάμπτοντας προσωρινά το πολεοδομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντασσόταν το κτίριο του Ωδείου, επικεντρωθεί κανείς στο να ανασύρει υλοποιημένα σημάδια αυτών των ποιοτήτων διαπερνώντας το μοναδικό και τελικά απομονωμένο αυτό κτίριο, μία πρωτόγνωρη χωρική ένταση αναδύεται αυτόκλητη:






1. Το κτίριο έχει μήκος περίπου 130 μέτρων. Επιπλέον, μόνο δύο υπέργειες στάθμες. Δεν είναι απλώς επίμηκες, αλλά τεταμένο. Και μόνο το αισθητό γεγονός των αναλογιών του αναστατώνει. Οι αναλογίες αυτές είναι αισθητές όχι μόνον οπτικά: βαδίζοντας στην ανατολική στοά είναι που το τεταμένο μήκος γίνεται κατ´ αρχήν αισθητό, το σώμα αναμετριέται μαζί του. Η συνεχής εγκάρσια αναίρεση του μήκους από αίθρια και φως βρίσκεται μακριά από έναν απλό φονξιοναλισμό. Η τόλμη που προϋποτίθεται συνεπακόλουθα, για να συλληφθεί και να υλοποιηθεί ένας αντίστοιχα μακρύς, αλλά ρυθμικά παλλόμενος διάδρομος κίνησης ορόφου, ο οποίος δεν είναι μοντέρνα ανιαρός ή ψυχολογικά καταπιεστικός όπως a priori μπορεί να χαρακτηριζόταν, είναι προφανής: τόλμη αλλά και σχεδιαστική δεινότητα.





2. Ο φέρων οργανισμός συνίσταται σε ορθογωνικό κάνναβο υποστυλωμάτων 30Χ60. Παρά την μαρμάρινη επένδυσή τους αυτά εξακολουθούν να είναι ραδινά ή μιλώντας με μεγαλύτερη ακρίβεια, απλώς σωστά. Σωστά ως προς το ότι ανυψώνουν την κτιριακή μάζα με σφρίγος, απελευθερώνοντας μία ένταση η οποία συνήθως στομώνεται από την χαλαρότητα μιας υπέρβαρης υπερστατικότητας. Η στατική επίλυση του κτιρίου, παρ´όλο που ο πρόβολος εν γένει απουσιάζει ήταν αναμφίβολα δύσκολη και εξαιρετικά φειδωλή ως προς τις διατομές. Στο επίπεδο του ισογείου η συνεχής διάτρηση των στοών από το φως πάνω στο οποίο προβάλλει η υποστύλωση, κάνει την τελευταία να μοιάζει ακόμα πιο οριακή και την ανύψωση της μάζας αέρινη, απελευθερωμένη.




3. Η απουσία προβόλων στο Ωδείο Αθηνών, σε μία εποχή που η χρήση τους είχε γίνει γενική και με το δεδομένο επιπλέον ότι ο Δεσποτόπουλος τους είχε χειριστεί με δεξιοτεχνία κατά τη μελέτη άλλων κτιρίων για το Πνευματικό Κέντρο, είναι κρίσιμη για τον χαρακτήρα των ανοικτών χώρων του ισογείου. Ο περιβάλλων χώρος πρασίνου καδράρεται διαρκώς, φυλακίζεται από τα υποστυλώματα και εισέρχεται. Η επικοινωνία του κτισμένου με το ύπαιθρο δεν εμποδίζεται από την υποστύλωση, αντίθετα, γίνεται πιο απτή. Η σημασία των συνεχών αυτών κάδρων είναι τόσο μεγάλη όσο ίσως και αυτό που μπορεί να ονομάζεται αρχιτεκτονική.




4. Οι αναλογίες της στοάς, αδιαχώριστες από τα απόλυτα μεγέθη της, δίνουν χώρο στο φως να την καταλάβει. Οι επενδύσεις δαπέδων και τοίχων με λευκό μάρμαρο το παραλαμβάνουν με λεπταίσθητες διακυμάνσεις που η στιλπνή τους επιφάνεια προσφέρει. Αυτή η υποδοχή του φωτός είναι ανάλογη με το σπάταλο εύρος και μήκος της στοάς. «Δεν θα ερχόταν στο φως» αν αυτή ήταν ως συνηθίζεται, μικρότερη ή διακεκομμένη.





5. Η στοά καταλαμβάνεται από φως, αντανακλάσεις και χορευτές. Το κτίριο είναι διαρκώς διπλό, διπολικό. Τα παιδιά που κάθε απόγευμα χορεύουν, ακροβατικά σηκωμένα στα χέρια τους, αποτελούν το γήινο, σωματικό, αυτοσχέδιο Σχολείο του Ισογείου. Από τη μεγάλη κλίμακα που βρίσκεται μπροστά τους, άλλα παιδιά ανεβαίνουν καθημερινά στο πνευματικότερο Ωδείο του Ορόφου. Η απόλυτη οικειοποίηση της στοάς από αυτές τις ομάδες εφήβων δεν είναι ασύνδετη με τη δεκτικότητά της, η οποία τρέφεται από το φαινόμενα σπάταλο μήκος της. Μήκος περιττό καθ´εαυτό, δηλαδή μη χρήσιμο, αλλά παρόν, αυθύπαρκτο, ανοικτό, δηλαδή απρόσμενα οικειοποιήσιμο.




6. Ο πρωταγωνιστής του ορόφου είναι -πέραν των ήχων των οργάνων- και πάλι το φως. Οι ανακλαστήρες οροφής από σκυρόδεμα χαρακτηρίζουν τις μεγάλες αίθουσες. Οι διάδρομοι φιλοξενούν ένα ιδιότυπο μείγμα φυσικού και ηλεκτρικού φωτός, με ισχυρές αντιθέσεις. Μέσα από την κατά μήκος κίνηση των σπουδαστών αποκαλύπτεται ένας χώρος πληθωρικός, παρ´όλη την εξεζητημένη γραμμικότητά του. Σε περιοχές που η ανυπαρξία της συντήρησης έχει αποκόψει το ηλεκτρικό φως, η κίνηση ακόμα και των μικρών σε ηλικία σπουδαστών μοιάζει απολύτως οικεία και φυσική. Η φαινόμενη ψυχρότητα του μήκους, η απόλυτη τήρηση ίδιου πλάτους σε όλο το μήκος του διαδρόμου και τα απλά, αυστηρά υλικά που δεν έχουν καμία πρόθεση προσέγγισης της παιδικής ψυχής, μοιάζουν όχι απλώς να μην την ενοχλούν αλλά να της δίνουν χώρο. Η ψυχρή απλότητα του χώρου, είναι φαινόμενη. Ο Δεσποτόπουλος τον συνέλαβε ως αναπνέον σύνολο, μαζί με το ζωντανό του κινούμενο και μουσικό περιέχον.
 
 
 
7. Η μόνη αίθουσα συναυλιών που οι σπουδαστές έχουν γνωρίσει είναι αυτή του ορόφου -όπου οι ακροατές στριμώχνονται καταλαμβάνοντας και σημεία του διαδρόμου. Η κυρίως αίθουσα του ισογείου δε λειτούργησε ποτέ. Η τομή της εκτείνεται και υπόγεια με τρόπο που δεν είναι αντιληπτός από το επίπεδο του ισογείου. Μια προεντεταμένη δοκός ύψους πέντε μέτρων, καθ’όλο το ύψος του ορόφου εξασφαλίζει την απρόσκοπτη ανάπτυξή της: ένα εντυπωσιακό αλλά όχι το μοναδικό σημείο της τολμηρής συνεργασίας του Δεσποτόπουλου με τον πολιτικό μηχανικό Χρύσανθο Κιρπότιν. Η απόλυτη οριζοντιότητα του κτιρίου αναιρείται εντέλει σε τομή αποκαλύπτοντας μία καθ´ύψος πολυπλοκότητα η οποία καταλήγει στο δεύτερο υπόγειο, όπου το από ανεπίχριστο σκυρόδεμα δάπεδο του αμφιθέατρου αιωρείται, αποτελώντας στην κυριολεξία την προσωρινή στέγη του ΕΜΣΤ.


 
8. Ο ίσως ωραιότερος υπόγειος χώρος στην Αθήνα έμεινε επίσης ανολοκλήρωτος. Οι κλίμακες καθόδου είναι συμμετρικές κάνοντας χρήση ενός ενδιάμεσου διευρυμένου πλατυσκάλου κάτω από το δάπεδο του θεάτρου. Το δυτικό φως εισέρχεται τελετουργικά από αυτήν την πλευρά, χορεύοντας με την κεκλιμένη οροφή και τα αναπάντεχα στρογγυλά υποστυλώματα στο βάθος. Η παράδοξα ρυθμική, συμμετρική θεατρικότητα ενός -στην ουσία- foyer εντοπίστηκε και αποκαλύφθηκε σωματικά στο μικρό χορευτικό δρώμενο του Γ.Βέλτσου και της Π.Σταματοπούλου το Μάρτιο του 2009. Η συμμετρία των διάταξης των κλιμάκων ακυρώνεται από την έντονη προοπτική, αφού η κίνηση από και προς το υπόγειο δεν επιτρέπει τη μετωπική θέαση οροφής και υποστυλωμάτων. Η έννοια της συμμετρίας για τον Δεσποτόπουλο φαίνεται να είναι καίρια και βασανισμένη, η χωρική της αμφισβήτηση είναι λεπταίσθητη μεν, αλλά παρούσα.




9. Οι δύο επιμήκεις όψεις του Ωδείου οι οποίες θεωρητικά θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές και από απόσταση, είναι ουσιαστικά αποκλεισμένες σε μια προοπτική, αλλά σχεδόν εξ’ επαφής θέαση –λόγω της ύπαρξης των δέντρων ανατολικά και του στενού δρόμου δυτικά. Τα ανοίγματα του ορόφου, επαναλαμβάνονται με απόλυτη αυστηρότητα από υποστύλωμα σε υποστύλωμα, αλλά ξαφνικά σε πέντε καννάβους διαφοροποιούνται καθ’ ύψος. Αυτή η παιγνιώδης διαφοροποίηση η οποία δεν ακολουθεί κανέναν κανόνα συμμετρίας στο σύνολο της όψης, μοιάζει μέσα στην απολυτότητα της στέψης σχεδόν σαν επί τόπου ατύχημα. Ευτυχές, σχεδόν αδιόρατο, αλλά αποτελεσματικό ατύχημα. Η εξαντλητική μελέτη των διατομών των κουφωμάτων έρχεται να υπηρετήσει τις εμπνευσμένες αυτές όψεις, αφού ως γνωστόν η έμπνευση μπορεί να καταστραφεί κατά την εφαρμογή πολύ εύκολα. Και συνήθως από τον αρχιτέκτονα.




10. Η χωροθέτηση του Ωδείου ακολούθησε τη γενική παραλληλία της σύνθεσης προς τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, με αποτέλεσμα προς τη Λ. Βασιλέως Κωνσταντίνου να είναι το μόνο κτίριο που προβάλλει λοξά. Η ένταση που προκύπτει από τη μεγάλη εγγύτητα της γωνίας του με τη Λεωφόρο και τη σταδιακή εξαφάνιση του μεγάλου του μήκους λόγω προοπτικής και φύτευσης προς την οδό Ρηγίλλης, ισχυροποιείται από το ότι ο υπαίθριος χώρος προς τη Λεωφόρο έχει όντως ένα σχήμα –τρίγωνο- και δεν είναι απλώς μια παράλληλη πράσινη λωρίδα προβολής του κτιρίου.





11. Ο κήπος αυτός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Οι κλίμακές του έχουν παραμείνει απλώς σκυροδετημένες. Τα μαρμάρινα δάπεδα των στοών έχουν να καθαριστούν μία δεκαετία. Οι αίθουσες του ισογείου είναι κλειστές. Το αίθριο του υπογείου το χαίρονται κλιματιστικές μονάδες. Τα κουφώματα του τελευταίου στερούνται υαλοπινάκων. Στην αίθουσα συναυλιών δεν ακούστηκε ποτέ μουσική. Οι κλίμακες προς το υπόγειο έχουν μετατραπεί σε αποχωρητήρια. Οι ψευδοροφές έχουν κατά τόπους καταστραφεί. Το Ωδείο Αθηνών είναι στην ουσία κτίριο και ερείπιο. Εκτός όμως και αν γκρεμιστεί, ό,τι και να υποστεί, η δύναμή του είναι τέτοια που είναι αδύνατον να καταστραφεί: Το Ωδείο Αθηνών είναι ένα δαίδαλον. Πολύπλοκο, περίτεχνο, μυστηριώδες, γοητευτικό. Και ως δαίδαλον: αμφίπλευρο. Χρήσιμο και παρατημένο, μετρημένο και σπάταλο, φωτεινό και σκοτεινό, επίσημα κρατικό και παράδοξα οικειοποιημένο, παθιασμένα μελετημένο και άτυχα ανολοκλήρωτο και κυρίως: θεωρητικά εκτιμημένο, πρακτικά ξεχασμένο. Γοητευτικά Διπλό.
 
Archisearch - IN SITU ΩΔΗ / ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥIN SITU ΩΔΗ / ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

RELATED ARTICLES