text in EN, GR

Diploma thesis by Artemis Valyraki and Eirini Parthenidou focuses on the landscapes of mining, as places of healing, memorial and remembrance. The physical characteristics of these sites are simulated as ‘life vessels’ of healing and remembrance,as the monuments become fertile parts of the landscape and contribute to the rebirth of the material and the deceased.

Diploma thesis was presented on September 2019 at the School of Architecture of the Aristotle University of Thessaloniki, and was supervised by Anastasios Tellios.

–text by the author

We, who embarked upon this pilgrimage
gazed upon the broken statues
forgotten within ourselves,
said that life is not so easily lost
that death has paths uncharted
and a justice of its own
that when we die still standing upon
our feet carved in stone
betrothed to hardship and weakness
the dead of old escaped the circle and were resurrected
and smile in strange peace”
G. Seferis

“Lamberos lithos”(brilliant stone) – the meaning of ‘marble’ in greek- A material evocative of glory, immortality, perfection.


Yet, monumental scars are the sites of its extraction. Landscapes evocative of loss, reminiscent of death. In an effort to reclaim land and in search of a re-purpose for the quarry, compatible in spirit with the ‘genius loci’ and its essence of bipolarity, the aim of the project seeks to create a new burial ritual, paralleling the site to human loss, the external to internal trauma, and charts the path towards their mutual healing.

The physical characteristics of the site, in a spiritual reading, reveal five morphological zones (life- loss- threshold – passage- afterlife), that each provide an appropriate location for the development of the mental, emotional and material transitions of the ritual. A strong bond is, thus, established between the landscape, the material and the human.

The architectural design concept is of a linear passage, accentuating the process of the ritual as a pilgrimage, respectfully crossing the site, leading through the five zones, while it integrates the structures necessary to the functional aspects of the procedure.

The structures on the ground level consist of a reception area, waiting room, ceremonial chamber, banquette space, the “Vessel of Life” delivery room, and a crematorium with a processing laboratory at a lower level. The passage terminates at the imposingly scaled tiers of the quarry, that inspire a transcendental experience, which is considered ideal for the setting of the two burial monuments, each signifying the return of the material to its origins and the human remains to earth.
The Memorial of Life, in the form of a temple’s frieze, extends along two tiers of the quarry and is gradually filled by the human offerings of the ‘Vessel of life’, made of the marble and human remains, thus symbolizing the reunification of body and soul. 

The Mount Memorial, as a palimpsest of lost materiality and form, consists of columns grounded on the tiers and rise to the height of the former level of the mountain, preserving the memory of its form. Stacked by the “Spondyls” that are compounded from the marble fragments on site left from the quarrying process, they, in time, substantiate their presence. These memorials, filling the negative space that has been created by mining over time, act as a metaphor for the rebirth of the landscape and the deceased.

Thus, experiencing this passage, the bereaved may perceive the ‘distance’ that initially separates one from redemption, ‘descends’ within the most confining level of the path, then passes through the deconstructed space of ‘empathy ‘. Sensing the void of the site and the ruins of the material, proceeds to the ‘remembrance’ chamber, bathed in eastern light and carved inside a marble tier, presaging the forthcoming integration. After receiving its product – the “Vessel of Life”- the relative ascends above the water – the mythical boundary of the other-world – to reach redemption, through the act of ‘offering’, whereby loss becomes a fertile part of the landscape and the ones that remain, and contributes to the rebirth of the material and the ones that have passed.


Facts & Credits

Project title: Living Stones: Landscape of healing and remembrance
Student: Artemis Valyraki and Eirini Parthenidou
Supervisors: Anastasios Tellios
Date: September 2019
Institution: School of Architecture, Aristotle University of Thessaloniki
Other Credits: FHL Kyriakidis Group – for supplying photographs, information and arranging our visit to the quarry of Volakas

Η διπλωματική εργασία της Άρτεμις Βαλυράκη και της Ειρήνης Παρθενίδου  με τίτλο ‘ΕΝΘΑΔΕ ΛΙΘΟΣ: Τοπίο επούλωσης και ενθύμησης’, επικεντρώνεται στα τοπία της εξόρυξης, ως τόπους θεραπείας και μνήμης. Οι βιωματικές διαδρομές στα Λατομεία προσομοιάζονται ως δοχεία ζωής επούλωσης και ενθύμησης όπου τα μνημεία γίνονται γόνιμα τμήματα του τοπίου και συμβάλλουν στην αναγέννηση του υλικού και του νεκρού.

Η εργασία παρουσιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2019 στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης με επιβλέπων καθηγητή Αναστάσιο Τέλλιο.

–κείμενο από τον δημιουργό

«Εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο
κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα
ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα
πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους
και μια δική του δικαιοσύνη·
πως όταν εμείς ορθοί στα πόδια μας πεθαίνουμε
μέσα στην πέτρα αδερφωμένοι
ενωμένοι με τη σκληρότητα και την αδυναμία,
οι παλαιοί νεκροί ξεφύγαν απ’ τον κύκλο και αναστήθηκαν
και χαμογελάνε μέσα σε μια παράξενη ησυχία.»
Γ. Σεφέρης , Μυθιστόρημα ΚΑ’

‘Λαμπερός λίθος’ -η έννοια του ‘μαρμάρου’ στα ελληνικά-
ένα υλικό συνυφασμένο με τη δόξα, τη μνήμη, την αφθαρσία, την τελειότητα.
Λατομεία, τα τοπία της εξόρυξής του.

Τοπία υπολειμματικά και αλλοιωμένα, μεγαλειώδη κενά, που φέρουν πνοή θανάτου.

Σε μια προσπάθεια αναγέννησης του λατομείου του Βώλακα, Δραμας και στην αναζήτηση μιας επανάχρησης συμβατής με το πνεύμα του τόπου (genius loci) που ακροβατεί ανάμεσα σε δίπολα( πλήρες-κενό, ζωή-θάνατος, μνήμη-λήθη, φθαρτό-άφθαρτο, υλικό-άυλο, παρουσία-απουσία), η πρόταση διερευνά τη διαμόρφωση ενός νέου ανεξίθρησκου τελετουργικού ταφής, που παραλληλίζει την τοπιακή με την ανθρώπινη απώλεια, το εξωτερικό με το εσωτερικό τραύμα, και χαράσσει τον δρόμο προς την κοινή τους επούλωση.

Μέσα από μια ψυχογεωγραφική ανάγνωση του τοπίου διακρίνονται πέντε μορφολογικές ζώνες (ζωή -απώλεια – κατώφλι – πέρασμα- επέκεινα) οι οποίες δημιουργούν τις κατάλληλες χωρικές συνθήκες για την ξεδίπλωση των εννοιολογικών, συναισθηματικών και υλικών μεταβάσεων του τελετουργικού. Δημιουργείται, έτσι, ένα αρχιτεκτονικό και υλικό λεξιλόγιο που εγκαθιστά έναν ισχυρό δεσμό μεταξύ του τόπου, του ανθρώπου, του υλικού.
Ως μια ευθεία οδός, η αρχιτεκτονική χειρονομία έρχεται να εντείνει τη γραμμικότητα του προσκυνήματος, και ενώ ακουμπά με λεπτότητα στο τοπίο, διασχίζει εγκάρσια τις πέντε μορφολογικές ζώνες, και παράλληλα ενσωματώνει τις απαραίτητες λειτουργικές-κτιριακές χρήσεις μιας τελετής.



Στο κύριο επίπεδο, τοποθετούνται ο χώρος υποδοχής, η αίθουσα αναμονής, η αίθουσα τελετών, ο χώρος συνάθροισης κοινού-αναψυκτήριο, ο χώρος παραλαβής του ‘Δοχείου ζωής’, και σε χαμηλότερο επίπεδο ο χώρος αποτέφρωσης, με ξεχωριστή είσοδο, και ένα εργαστήριο επεξεργασίας υλικών. Η διαδρομή απολήγει στους υπερμεγέθεις αναβαθμούς – το πιο σεληνιακό τμήμα του λατομείου .

Η έλλειψη κλίμακας, και η υπερβατική αίσθηση που αποπνέουν κρίνονται ιδανικά για την ανάδειξη των δυο ταφικών μνημείων, που αφηγούνται την επιστροφή του υλικού στο μητρικό πέτρωμα, και του ανθρώπου στην ανόργανη ύλη.


Το ‘Μνημείο του Ανθρώπου’, εν είδη ζωφόρου, εκτείνεται κατά μήκος 2 βαθμίδων του λατομείου και πληρώνεται σταδιακά, μέσω της ανθρώπινης χειρονομίας, με την εναπόθεση του ‘δοχείου ζωής’. Φτιαγμένο από το συνδυασμό του ανθρώπινου και του μαρμάρινου υπολείμματος, συμβολίζει την επανένωση σώματος και ψυχής, μεθερμηνεύοντας την επανένωση τους.

Το ‘Μνημείο του Βουνού’, ως παλίμψηστο της χαμένης υλικότητας, αποτελείται από ένα σύνολο στηλών, που αναπαριστούν τις στάθμες του παλιού ανάγλυφου, στοχεύοντας, έτσι, στη διατήρηση της μνήμης της παλιάς μορφής του. Οι ‘σπόνδυλοι’ φτιαγμένοι από θραύσματα μαρμάρου και κονιάματος, ‘γεμίζοντας’ τις στήλες του Μνημείου, καθιστούν, με τον καιρό, πιο ισχυρή την παρουσία τους.
Μέσα, λοιπόν, από αυτή τη βιωματική διαδρομή, ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται αρχικά την «απόσταση» που τον χωρίζει από την λύτρωση, και «καταδύεται» στο πιο έγκλειστο κομμάτι, για να βρεθεί στον αποδομημένο χώρο «ενσυναίσθησης». Αφουγκράζεται το κενό του τοπίου και τη φθορά του υλικού, για να περάσει έπειτα στην αίθουσα «ενθύμισης», η οποία στρέφεται συμβολικά προς την Ανατολή, και βρίσκεται σκαλισμένη μέσα σε μια βαθμίδα μαρμάρου, προοικονομώντας την επερχόμενη ενσωμάτωση.

Ο συγγενής, αφού παραλάβει το προϊόν αυτής-το δοχείο ζωής- αναδύεται πάνω από το νερό – μυθικό όριο του άλλου κόσμου- φτάνοντας, τέλος, την ψυχική του ανάταση, μέσα από μια πράξη «προσφοράς» όπου η απώλεια γίνεται γόνιμο κομμάτι τοπίου και εαυτού, και συμβάλλει στην αναγέννηση υλικού και αποθανόντα.

Στοιχεία έργου
Τίτλος εργασίας: Ενθάδε Λίθος _ Τοπίο επούλωσης και ενθύμησης
Φοιτήτριες: Άρτεμις Βαλυράκη, Ειρήνη Παρθενίδου
Επιβλέπων: Αναστάσιος Τέλλιος
Έτος: Σεπτέμβριος 2019
Σχολή: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Other Credits: FHL Kyriakidis Group για την παροχή φωτογραφικού υλικού, πληροφοριών, και την ξενάγηση στο λατομείου του Βώλακα


RELATED ARTICLES