Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος: "Εντοπίζω μια σύγχρονη αρχιτεκτονική πρωτοπορία στην ανάδειξη της σημασίας του τόπου και του σώματος" | Συνέντευξη του συγγραφέα του 'Σοβιετικού Μοντερνισμού' στη Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου

Οι αρχιτέκτονες γράφουν. Και, ενίοτε, όπως στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Ξανθόπουλου γράφουν καλά. Φίλος του πολυγραφότατου Δημήτρη Φιλιππίδη και του Φινλανδού αρχιτέκτονα, φιλοσόφου και φαινομενολόγου, Juhani Pallasmaa, ο Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος έγραψε τον Σοβιετικό Μοντερνισμό διερωτώμενος για τη δύναμη της αρχιτεκτονικής και της τέχνης να ορίσουν και να καθοδηγήσουν έναν εκάστοτε νέο πολιτισμό, μια νέα πρωτοποριακή κουλτούρα, που ενώνει αντί να διαιρεί, που δημιουργεί αντί να καταστρέφει. Βιβλία σαν αυτό είναι συλλογές από πανίσχυρες λέξεις, που δίνουν σχήμα σε ιδέες, συνδέουν το χθες με το σήμερα και ατενίζουν το αύριο με κριτική διάθεση και αναστοχασμό.

Εξετάζοντας, εις βάθος, την αβανγκάρντ αρχιτεκτονική πρωτοπορία της Ρωσίας, τα πρώτα 15 χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, ο συγγραφέας προσφέρει δύο πολύτιμες διδαχές. Πρώτον, οτι η αρχιτεκτονική ως η τέχνη του να ζούμε μαζί εδράζεται, τελείται κι εκφέρεται με απεύθυνση στη κοινωνία και, δεύτερον, οτι η αρχιτεκτονική πρωτοπορία, ο κοινωνικός ρεφορμισμός και η ουτοπία είναι έννοιες που ανθίζουν μαζί.

Στα πλαίσια της βιβλιοπαρουσίασης του Σοβιετικού Μοντερνισμού που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου και ώρα 19.00 στο κεντρικό βιβλιοπωλείο των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης στην Αθήνα (Ιπποκράτους 10-12), η αρχιτέκτονας και αρχισυντάκτρια του Archisearch.gr, Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου, μίλησε με τον αρχιτέκτονα και συγγραφέα Κωνσταντίνο Ξανθόπουλο για σύγχρονες αρχιτεκτονικές πρωτοπορίες, αντιστάσεις και ουτοπικά αφηγήματα, για τον σοβιετικό «νέο άνθρωπο» και για τον «νέο άνθρωπο» της δικής μας παγκοσμιοποιημένης, διασυνδεδεμένης, καπιταλιστικής εποχής, για πράσινες πόλεις και για την γκρίζα Αθήνα, για το πόσο φεμινιστικός ήταν τελικά ο ανδροκρατούμενος σχεδιασμός της σοβιετικής πρωτοπορίας, για την σοβιετική γυναίκα, για την αρχιτεκτονική εκπαίδευση τότε και τώρα, και για συγγραφικά απωθημένα που ανατρέπονται στη ροή του χρόνου από τις εκπλήξεις των συμπτώσεων.

Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου: Στην ενότητα Προλεγόμενα του Σοβιετικού Μοντερνισμού αναρωτιέστε: «είναι άραγε η Τέχνη και η Αρχιτεκτονική σε θέση να υπερβαίνουν τον στενό ορίζοντα ιστορικών και πολιτικών γεγονότων (…) ενίοτε να καθοδηγούν και να ορίζουν έναν εκάστοτε νέο πολιτισμό, μια νέα πρωτοποριακή κουλτούρα (…);» Στην επίκαιρη ταραγμένη και ταραχώδη κοινωνικοπολιτική παγκόσμια συγκυρία – μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 και την εξελισσόμενη γενοκτονία και εθνοκάθαρση που υφίσταται ο παλαιστινιακός λαός στη Γάζα – τι θα απαντούσατε σε αυτό το ερώτημα;

Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος: Το ερώτημα είναι σύνθετο και η επίδραση της Τέχνης και της Αρχιτεκτονικής στην πρωτοπορία της κοινωνικής-πολιτισμικής ανέλιξης είναι σχετική και δυνητικά αποτελεσματική.

Πότε όμως; Όταν αντιτίθεται σε απολυταρχικά-δικτατορικά καθεστώτα παίρνει ενίοτε τη μορφή μιας συμβολικής θέσης και διαμαρτυρίας που μεταφέρει στην κοινωνία μηνύματα αντίστασης.

Σκέφτομαι την απεικονιστική θεματολογία στα έργα του Ηλία Δεκουλάκου, του Βλάση Κανιάρη, της Βάσως Κατράκη, του Τάσου, και άλλων καλλιτεχνών κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Στο βαθμό που το επιζητούσαν, ανάλογα παραδείγματα αντλούνται από τους σοβιετικούς της πρωτοπορίας.

ART REPRODUCTIONS BOOKS, 1924 BY ALEXANDER RODCHENKO.

Όμως, καταξιωμένοι καλλιτέχνες ενίοτε ενδίδουν σε παρόμοια καθεστώτα, όπως με το παράδειγμα του αρχιτέκτονα του Στάλιν, Μπαρίς Ιοφάν, ή του Χίτλερ, Άλμπερτ Σπέερ, τότε, ή του πιανίστα Ντένις Ματσούεφ πρόσφατα. Με αφορμή τον αποκλεισμό του τελευταίου από τη σύμπραξη του με την ΚΟΑ, ο Λεωνίδας Καβάκος ανέφερε χαρακτηριστικά : “… Δυστυχώς όμως, κατά καιρούς οι Τέχνες (και αυτοί που τις υπηρετούν) εργαλειοποιούνται στον βωμό της πολιτικής σκοπιμότητας. Στο σημείο αυτό έχουμε όλοι ευθύνη να ορθώσουμε ένα τείχος, θέτοντας μπροστά και πάνω από όλα τις αξίες εκείνες που δίνουν σημασία στη ζωή, τη συνέχεια της και την εξέλιξη…” (“η Κ”, 10/9/2025, σ.14). Σαφές!

 Στον αντίποδα, σε πολιτικά σχήματα που ορίζονται στο [ελλειματικό] δημοκρατικό τόξο, από τη μια άκρη ως κρατική διακυβέρνηση-εξουσία σύμφωνα με παραλλαγές του Χομπσιανού Λεβιάθαν, μέχρι, από την άλλη άκρη τα σοσιαλ-δημοκρατικά σχήματα χωρών του ευρωπαϊκού βορρά, η επίδραση των Τεχνών και της Αρχιτεκτονικής συμβάλλουν αποτελεσματικά στην ανέλιξη του πολιτισμικού γίγνεσθαι.

EL LISSITZKY, ΝΙΚΗΣΤΕ ΤΟΥΣ ΛΕΥΚΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΦΗΝΑ, 1919.

Το ερώτημα που με στοιχειώνει στην προκειμένη περίπτωση, όπως ίσως και τον κάθε σκεπτόμενο και δημιουργικό άνθρωπο είναι το εξής: πως μια χώρα, η Ρωσία, η οποία γαλουχήθηκε με τον δυτικό-Ευρωπαϊκό πολιτισμό, προσφέροντας επίσης τα δικά της επιτεύγματα, μπορεί και υποβιβάζεται σήμερα στρεφόμενη προς έναν Βορειοκορεάτη δικτάτορα; Ω ποία κατάντια και τι πόνος για τους ελεύθερα σκεπτόμενους και δημιουργικούς ανθρώπους αυτής της χώρας, και όχι μόνο! Απελπισία και καταδίκη του εισβολέα, όπως και του κάθε εισβολέα στην εποχή της πολιτισμικής φίμωσης, της παρακμής και της μιλιταριστικής επιβολής: Ρωσία, Ισραήλ, Τουρκία…

ΜΑΠ: Στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, πως θα ορίζατε μια διεθνή αρχιτεκτονική πρωτοπορία και ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις στις οποίες καλείται να απαντήσει;

ΚΞ: Μου είναι δύσκολο να επισημάνω και να σταθώ σε ένα παράδειγμα “διεθνούς αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας” στο πρώτο τέταρτο του αιώνα που διανύουμε. Ίσως επειδή εξέλειπαν οι στιλιστικοί “-ισμοί” που συγκροτούσαν ένα συλλογικό και ενοποιημένο κίνημα.

ΣΤΕΠΑΝΟΒΑ, ΣΚΗΝΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΤΑΡΕΛΚΙΝ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΣΕ Ο ΜΕΓΕΡΧΟΛΝΤ ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ, 1922.

Εκεί όπου μπορώ πάντως να αναζητήσω ένα ποιοτικό και ελπιδοφόρο στοιχείο, μια λιγότερο κραυγαλέα πρωτοπορία, είναι στην επαναφορά και ανάδειξη της σημασίας και της σχέσης αφενός, του τόπου, όπως τον ερμήνευαν οι κοινωνικοί γεωγράφοι των αρχών του 20ου αι., και αφετέρου του ανθρώπινου σώματος, του ενός και του όλου.

ΡΟΤΣΕΝΚΟ & ΣΤΕΠΑΝΟΒΑ, ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ ΓΙΑ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΑΓΙΑΚΟΣΦΚΙ.

Στο πρώτο ενυπάρχουν, το τοπίο και ο φυσικός και πνευματικός του χαρακτήρας, το κλίμα και οι μεταπτώσεις του, η βιωσιμότητα, η οικολογία και οικονομία των υλικών (βλ. genius loci, critical regionalism… ιδού και ένας σημερινός -ισμός). Το δεύτερο αφορά πρώτιστα στην ανθρώπινη φυσιολογία, στην ενσυναίσθηση και σε μια ολοκληρωμένη ερμηνευτική φαινομενολογία. Το πάντρεμα των δύο ενοτήτων παρουσιάζεται μέχρι σήμερα εξατομικευμένα. Εστιάζουμε ως εκ τούτου και κατ’επανάληψη εκθειάζοντας έργα αρχιτεκτόνων όπως των Δημήτρη Πικιώνη, Άρη Κωνσταντινίδη, Κυριακή Κρόκο, Σουζάνα και Δημήτρη Αντωνακάκη, ή, των Χασάν Φατί, Sverre Fehn, Peter Zumthor, Tadao Ando, Shigeru Ban, Balkrishna Doshi, Francis Kere, Glen Murcutt, κ.ά.

Ενώ τα έργα τους ενέχουν μια διαχρονική και οικουμενική σημασία και αξία, το ίδιο δεν συμβαίνει με την πλειονότητα της σημερινής αρχιτεκτονικής υπερπαραγωγής που απευθύνεται a priori στον οπτικό κατά κύριο λόγο εντυπωσιασμό και σε μια ναρκισιστική, ενίοτε και κορπορατίστικη αρχιτεκτονική.

ΑΠΟΚΟΜΜΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «Ο ΝΕΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΤΛΙΝ». Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΚΑΝΕΙ ΤΟ «ΜΑΝΕΚΕΝ» ΓΙΑ ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΝΤΥΣΙΜΟ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΣΧΕΔΙΑΣΕΙ (Η ΕΙΚΟΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΠΑΤΡΟΝ).

Ας καταλήξουμε ότι η επιμονή της “καλής” αρχιτεκτονικής θα υπερβεί την κρίση των τελευταίων δεκαετιών, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι προσωπικά, ώστε να μπορούμε να διαπιστώνουμε ενδείξεις μιας νέας πρωτοπορίας, που να απευθύνεται και ικανοποιεί πολύ περισσότερο το κοινωνικό σύνολο, εστιάζοντας επίσης στις πιο πάνω παράμετρους.

ALEXANDER RODCHENKO, DESIGNS FOR PUBLICITY BOOKMARKS, 1924.

ΜΑΠ: Στην έναρξη της ενότητας 2. Σε αναζήτηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, Ιδεολογήματα και κοσμικές αναφορές, ασχολείστε με την ιδέα της ουτοπίας σημειώνοντας πως «η αναζήτηση μιας άλλης κοινωνίας, δικαιότερης και απαλλαγμένης από κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις, (…) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της ανθρωπότητας, των πόλεων και των οικισμών της». Ποια θα ξεχωρίζατε ως τα κυριότερα ουτοπικά ιδεολογήματα του 21ου αιώνα;

ΚΞ: [Oι μεγάλοι ποιητές, οι καλλιτέχνες, οι αρχιτέκτονες, οι πολεοδόμοι και οι εν γένει δημιουργοί αυτού του Κόσμου, αυτοί όλοι που μπορούν να τον αγγίζουν διαφορετικά ή να απομακρύνονται φυσικά ή νοερά κάπου μακρυά απ’αυτόν, να τον αγαπούν ή/και να τον μισούν, ήταν και είναι με μια έννοια Ουτοπιστές. Στο ασυμβίβαστο και στην αν-ησυχία τους υπάρχει κατά περίπτωση, κάτι το ανθρώπινο και το υγιές, καθώς και το καινοτόμο: η δημιουργική έκφανση μιας “ποιητικής της Ουτοπίας”.] Το σκεπτικό ανήκει σε ένα αδημοσίευτο δοκίμιο μου με τίτλο: Μήπως μέσα σε μια ΟΥ-τοπία μπορεί να βρίσκεται μια ΕΥ-τοπία;

KONSTANTIN MELNIKOV, “GREEN CITY”, 1930.

Αν εξαιρέσει κανείς την εμμονή των επιστημόνων στην αναβίωση ενός “Κοσμικού ταξιδιού” του Ζουραβλιόφ και του “Ερυθρού αστέρα” του Μπογκντάνοφ, για την πραγματοποίηση της αποστολής στον πλανήτη Άρη, ένα παράδειγμα εφαρμοσμένης και ένα δεύτερο φαντασιακής ουτοπικής σύλληψης έρχονται στο νου μου. Ανήκουν και τα δύο στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

(α)Πρόκειται αφενός για το πείραμα Arcosanti-Αrcology του Paolo Soleri στην έρημο της Arizona. Το όραμα του δεν είχε ακόμα αρχίσει να υλοποιείται το 1970, όταν το ίδιο καλοκαίρι γνώρισα τον ίδιο στο εργαστήριο-εγκατάσταση και έδρα των Cosanti.

(β)Αναφέρομαι αφετέρου στην “κοσμική πόλη” του Ιάννη Ξενάκη στην οποία οραματίζεται πύργους με τη μορφή υπερβολοειδών εκ περιστροφής, που εκτείνονται σε ύψος έως και 5 χλμ. Ένα σύνολο πύργων για μια πόλη των 500.000 κατοίκων!

MOISEI GINZBURG & MIKHAIL BARSCH, GREEN CITY, 1930.

Ουτοπικό ιδεολόγημα στον παρόντα αιώνα της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης δεν γνωρίζω, αν και θα μπορούσε να αναφερθεί η “Γραμμή” (The Line) της άλλης ερήμου· αυτής της Σαουδικής Αραβίας.

“LET’S TRANSFORM MOSCOW INTO EXEMPLARY SOCIALIST CITY OF THE PROLETARIAN STATE”, BY ALEKSANDR DEJNEKA, 1931.

Πρόκειται για μια γραμμική πόλη στα πλαίσια του μεγαλύτερου μεγα-έργου NEOM της Σαουδικής Αραβίας, σχεδιασμένη ως ενιαία κατασκευή ύψους 500 μέτρων, πλάτους 200 μέτρων και μήκους 170 χιλιομέτρων, χωρίς αυτοκίνητα ή δρόμους, που θα λειτουργούσε εξ ολοκλήρου με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αρχικά σχεδιασμένο για να στεγάσει 9 εκατομμύρια ανθρώπους, το έργο έχει σήμερα συρρικνωθεί λόγω οικονομικών και υλικοτεχνικών προκλήσεων, με τα τρέχοντα σχέδια να επικεντρώνονται στην κατασκευή ενός μικρότερου αρχικού τμήματος μήκους 2,4 χιλιομέτρων, για να χρησιμεύσει ως επίτευγμα της ιδέας και να φιλοξενήσει μικρότερο πληθυσμό έως το 2030.

Καθώς μου φαίνεται, αντλώντας από το τελευταίο παράδειγμα με όσα μπορώ να αντιληφθώ και να ερμηνεύσω στον σημερινό κόσμο της αφθονίας για τους λίγους, της απληστίας και της έλλειψης στοιχειώδους μέτρου, μπορώ κάλλιστα να επικαλεστώ τη ρήση του σοφού Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ: “Η Μητέρα Γη έχει αρκετά για τις πραγματικές ανάγκες όλων των παιδιών της… αλλά δεν έχει ούτε κατά διάνοια αρκετά για μια ολόκληρη γενιά άπληστων παιδιών που δεν γνωρίζουν όρια στις επιθυμίες τους.” [Προς τον Παγκόσμιο Άνθρωπο]

ΜΑΠ: Στο βιβλίο διαπραγματεύεστε έντονα την ιδέα του «νέου σοβιετικού ανθρώπου», του συλλογικού υποκειμένου για το οποίο εργάστηκε, πιστά, η σοβιετική πρωτοπορία με στόχο την διερεύνηση και τον προσδιορισμό του σοσιαλιστικού χώρου, αυτού του μη-τόπου μιας ιδεώδους κομμουνιστικής κοινωνίας. Αναπόσπαστο κομμάτι της διαμόρφωσης του νέου σοβιετικού ανθρώπου ήταν η «δημιουργία μιας άλλης καθημερινότητας βασισμένης σε υποστηρικτικές επινοήσεις της τεχνολογίας» που στόχο είχαν «να γεφυρώσουν τη διαφορά μεταξύ της δύναμης της τεχνολογίας και της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης και μορφής» όπως αναλύεται διεξοδικά στο κεφάλαιο 3. Το ανθρώπινο σώμα ως παραγωγική μηχανή, Στοιχεία εργασιακού «τεϋλορισμού» σοβιετικής έμπνευσης. Στις μέρες μας, η δυναμική έλευση της τεχνητής νοημοσύνης (AI) αλλάζει ριζικά τον τρόπο που σκέφτεται, αλληλεπιδρά, εργάζεται και δημιουργεί ο σύγχρονος άνθρωπος. Πώς φαντάζεστε ότι θα διαμορφώσει η τεχνητή νοημοσύνη τον «νέο άνθρωπο» της διασυνδεδεμένης εποχής μας με έμφαση στη σχέση του με τον χώρο;

ΚΞ: Είναι βέβαιο ότι ο τρόπος ζωής, οι συνήθειες και η ανθρώπινη συμπεριφορά, ατομική και συλλογική, αλλάζουν χρόνο με το χρόνο. Οι τελευταίες γενιές παρακολουθούν και υιοθετούν τους ρυθμούς των εξελίξεων στις τεχνολογίες, χωρίς να έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει ακριβώς όρους, δυνατότητες, ενδείξεις και αντενδείξεις στη χρήση τους, ειδικά όπου αναφέρεται η τεχνητή νοημοσύνη.

THE NARKOMFIN HOUSE, ΜΟΙΣΕΙ ΓΚΙΝΖΜΠΟΥΡΓΚ ΚΑΙ ΙΓΚΝΑΤΙ ΜΙΛΙΝΙΤΣ, 1928-1930.

Γίνεται λοιπόν πασιφανές ότι οι ρυθμοί της σύγχρονης εποχής αλλάζουν πολύ πιο γρήγορα προβάλλοντας όλο και πιο σύνθετες και εκλεπτυσμένες απαιτήσεις σε σύγκριση με το παρελθόν.

THE NARKOMFIN HOUSE, ΜΟΙΣΕΙ ΓΚΙΝΖΜΠΟΥΡΓΚ ΚΑΙ ΙΓΚΝΑΤΙ ΜΙΛΙΝΙΤΣ, 1928-1930.

Όπως είναι δεδομένο ότι κοινωνίες βιώνουν κατ’ επανάληψη και κατά διαστήματα στην ιστορία του πολιτισμού, καταστάσεις όπου πραγματοποιούνται “υπέρμετρες αλλαγές σε πολύ περιορισμένο χρόνο” προκαλώντας ανάλογους “κραδασμούς”, το “σοκ του [κάθε] μέλλοντος”, όπως το εννοεί ο Toffler, και για την ακρίβεια, ενός εκάστοτε ετεροχρονισμένου “μέλλοντος”. Μεγέθη, ρυθμοί και ανακατατάξεις που έχουν επίσης οδηγήσει σήμερα σε ακραίες και απωθητικές εικασίες μιας δυστοπίας που διακονεί την προφητεία της απολυταρχικής κυριαρχίας των “μηχανών”. Οι χαξλεϊκής έμπνευσης θέσεις έχουν να κάνουν με την δήθεν επερχόμενη “άλωση” της ανθρώπινης διανόησης από προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης που η ίδια έχει αναπτύξει, ανεξέλεγκτες “ευφυείς υπερμηχανές” που θα την ξεπερνούν, με ότι  μια τέτοια συνθήκη θα συνεπάγεται.

Εμφανίζεται και πάλι ένα ιστορικό σύνδρομο που αντιπαραθέτει την τεχνοφοβική επιφύλαξη και άρνηση με την τεχνοφιλική ασυδοσία.

Στο έργο του “Η Παναγία των Παρισίων”, ο Βίκτωρ Ουγκό περιγράφει την αγωνία του αρχιδιάκονα της εμβληματικής Εκκλησίας, ο οποίος διαπιστώνει με έκδηλη ταραχή ότι, το γουτεμβέργιο “τυπωμένο κείμενο θα καταστρέψει το κτίσμα”, στην προκειμένη περίπτωση τον ιστορικό  Ναό. Αναφωνεί έτσι λοιπόν ο ίδιος: «Ceci tuera cela. Le livre tuera l’édifice»! Δηλαδή, την αποδυνάμωση του προφορικού και του χειρόγραφου λόγου ενός καθιερωμένου από αιώνες και αδιαμφισβήτητου θρησκευτικού-χριστιανικού κηρύγματος που ο ίδιος, εκπρόσωπος του κλήρου, εξουσιάζει και ασκεί, από τη μαζική πρόσβαση στο πολλαπλά εκτυπωμένο κείμενο, το οποίο δεν θα μπορεί πλέον να ελέγχει.

VLADIMIR TATLIN, ΠΡΩΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΔΙΕΘΝΗ, ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ, 1920.

Πιο κοντά στα δικά μας χρόνια, έχουν συχνά διατυπωθεί ανησυχίες και αφορισμοί σχετικά με την επιβολή της ηλεκτρονικής και ψηφιακής τεχνολογίας. Είναι π.χ. χαρακτηριστική και σχετικά απαισιόδοξη η εξομολόγηση που κατέθεσε τη δεκαετία του 1980 στο Ημερολόγιο ενός σημαντικού έργου του ο γάλλος αρχιτέκτων Pierre Riboulet: “Τα αρχιτεκτονικά μας γραφεία σήμερα”, αναφέρει στον επίλογό του, “έχουν αλωθεί από μηχανές σχεδιασμού. Υπάρχει εδώ κάτι σαν ίλιγγος στον οποίο παραδίνονται ειδικά οι μαθητευόμενοι, όπως οι πεταλούδες τη νύχτα. Είναι μια παλίρροια πανομοιότυπων εικόνων που μας κατακλύζουν. Είναι αδύνατον από εδώ και πέρα, να κατανοήσουμε, να κρίνουμε. Το νόημα σβήνει και με αυτό, το πραγματικό. (…) Η διαδρομή από τον εγκέφαλο στο χέρι διακόπτεται και μαζί της η λειτουργία της σκέψης. (…) Ιδού κάποια στοιχεία περίσκεψης προκειμένου να εκτιμηθεί η θέση της αρχιτεκτονικής στην κοινωνία του μέλλοντος, εκτός και αν δεν υφίσταται πλέον αρχιτεκτονική όπως κάποιοι αρχίζουν να αναφέρουν και είτε έτσι είτε αλλιώς, δεν θα είναι πλέον έργο [ανθρώπινης] δημιουργίας. Θα υπάρχει μήπως τότε ακόμα μια κοινωνία [ανθρώπων];”

VLADIMIR TATLIN, ΠΡΩΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΔΙΕΘΝΗ, ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ, 1920.

Ανάλογη, αν και σαφώς πιο μετρημένη και λιγότερο επιφυλακτική, είναι η θέση του γνωστού φινλανδού αρχιτέκτονα-φαινομενολόγου και διανοητή Juhani Pallasmaa για τις επιπτώσεις του ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά τη δημιουργική διαδικασία σχεδιασμού (βλ. The Thinking Hand). Τέλος, ακόμα πιο ακραίες προβάλλουν π.χ. εσχατολογικές προβλέψεις που ευαγγελίζονται τεχνομανείς θεωρητικοί όπως ο Raymond Kurzweil και οπαδοί της θεωρίας της «Μοναδικότητας-Singularity», οι οποίοι πιστεύουν ότι κάποτε οι κανόνες της φυσικής δεν θα ισχύουν και ότι τότε επίσης το σώμα, η σκέψη και ο ίδιος ο πολιτισμός μας, “θα μεταμορφωθούν τελείως και ανεπιστρεπτί”.

Ηθικό δίδαγμα: ο σκεπτόμενος άνθρωπος, ο αρχιτέκτων, να διατηρεί την περίσκεψη, το μέτρο και τον έλεγχο στη χρήση και την αξιοποίηση των νεοεμφανιζόμενων τεχνολογιών, με πίστη και σεβασμό στην ανθρώπινη φυσιολογία, αυτή τη θαυμαστή και αξεπέραστη “μηχανή”, εστιάζοντας στην παιδεία και στο ρόλο του λειτουργήματος που του έχει ανατεθεί από την κοινωνία.

Άλλωστε, δεν πρόκειται να αλλάξουν οι ποιοτικές απαιτήσεις του αρχιτεκτονημένου χώρου, όσο ο άνθρωπος διατηρεί τη φύση του και δεν μεταμορφώνεται σε ρομπότ.

ΜΑΠ: Οι επόμενες ερωτήσεις εστιάζουν στο κεφάλαιο 6. Προλεταριακή Χωροταξία και Κατοίκηση, Πολεοδόμηση και Αποαστικοποίηση. Ξεκινάτε, μεταξύ άλλων, με τη ρήση του Ρώσου ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, «Μετά από τέσσερα χρόνια θα υπάρχει μια πόλη κήπος!», σχολιάζοντας υλοποιημένες αλλά και ουτοπικές προτάσεις και πραγματείες, από το δυτικό και τον σοβιετικό κόσμο του 20ου αιώνα, που αφορούν κηπουπόλεις, πράσινες πόλεις, εναέριες, και γραμμικές πόλεις του μέλλοντος. Στον αντίποδα τούτων, η Αθήνα του 21ου αι. έχει εξελιχθεί, μέσα από μια σειρά σύνθετων και πολύπλοκων κοινωνικοπολιτικών διεργασιών, σε μια σύγχρονη «τσιμεντούπολη», όπως χαρακτηρίζεται συχνά, με μόλις 0,96τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο και δασική κάλυψη μόλις 10% πολύ πιο κάτω από άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπως το Παρίσι (20%), η Ρώμη (24%) και η Μαδρίτη (39%). Ποια είναι η γνώμη σας για την μορφή και την εμπειρία της ελληνικής πρωτεύουσας;

ΚΞ: Θα πρέπει πρώτα να διευκρινίσω ότι η όποια γνώμη μου εκφράζεται εδώ σχετικά με το ερώτημα δεν είναι αποτέλεσμα ειδικής μελέτης η ενασχόλησης με θέματα αστικού σχεδιασμού ή πολεοδομίας. Συνεπώς, οι σκέψεις που διατυπώνω έχουν εμπειρικό, επιλεκτικό και αποσπασματικό χαρακτήρα. Όπως δυστυχώς ξεκομμένες και αποσπασματικές είναι οι παρεμβάσεις που αποφασίζονται από πολιτικούς και οικονομικούς ταγούς με μια ενίοτε επηρμένη ημιμάθεια, συνηθέστερα ερήμην καταρτισμένων πολεοδόμων, χωροτακτών και αρχιτεκτόνων.

LISSITZKY, WOLKENBÜGEL (=ΚΤΗΡΙΟ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ), 1924.

Δυστυχώς, στη χώρα μας, στις πόλεις μας -σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις- η διαχείριση και ο σχεδιασμός του χώρου στο σύνολό του καθίσταται σχετικά ανεξέλεγκτο εμπορεύσιμο είδος.

MALEVITCH, Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΥΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ, 1915, ΠΕΤΡΟΓΡΑΝΤ.

Ο ελληνικός χώρος ως αντικείμενο μιας ιδιωτικής και δημόσιας κερδοσκοπίας και εκάστοτε κρατικής αδράνειας, αν όχι και αδιαφορίας, μαστίζεται από έλλειψη συνοχής, συνέχειας και σταθερότητας στους “κανόνες” δόμησης και χωροταξίας, αδρανή “ρυθμιστικά” ή “πολεοδομικά” σχέδια, την έλλειψη εθνικού κτηματολογίου, τη σύγχυση στη νομοθεσία για το πράσινο, τα δάση και το περιβάλλον. Πώς λοιπόν να μην εμφανίζεται και η πρωτεύουσα ως “τσιμεντούπολη” με την οπτική μόλυνση που η εικόνα, ή μορφή της συνεπάγεται (μαζί και τα κακόγουστα “γκραφίτι”);

Από χαρακτηριστικά παραδείγματα, ποια να επιλέξουμε; Τον Δήμο Καισαριανής, ένα τμήμα της πόλης που θα μπορούσε να λάμπει ως πρότυπο διατηρώντας τις ιστορικές του καταβολές; Την διαιώνιση των προθέσεων για τα προσφυγικά της οδού Αλεξάνδρας; Τις ατέρμονες συζητήσεις που διεξάγονται για την όψιμη μεταφορά του ποδοσφαιρικού γηπέδου απέναντι από το Αντικαρκινικό Νοσοκομείο ώστε να προστεθεί λίγο πράσινο στην περιοχή, κάτι που θα έπρεπε για πολλούς λόγους να είχε γίνει από χρόνια; Ή ακόμα, την ανεφάρμοστη, πλην ενδιαφέρουσα ιδέα, της διακλάδωσης χώρων πρασίνου από τον Υμηττό στους όμορους δήμους μέχρι και τις παρυφές των κέντρων, τις περιορισμένες αντιλήψεις περί “διατηρητέων” κ.α. Ενώ οι κατεδαφίσεις συνεχίζουν το έργο της, διατηρούμε κάποια ίχνη ενοχικών συμπλεγμάτων, αδιαφορώντας πλήρως για σύνολα και ζώνες!; κ.ο.κ. Αν προσθέσουμε στο οικοδομικό εμπόριο και στα τερτίπια του, στα νομικού και τεχνικού χαρακτήρα τεχνήματα και στις λογικές που αυτά συνεπάγονται, την αναπόφευκτη διαμόρφωση μιας επίκτητης νοοτροπίας που έχει ίσως εισβάλει στο συλλογικό μας ασυνείδητο (συχνά ταυτίζεται με το“ελληνικό δαιμόνιο”), η “καταστροφή” επαυξάνεται!

ΛΙΟΥΜΠΟΒ ΠΟΠΟΒΑ, PAINTERLY ARCHITECTONIC, 1917.

Υπάρχουν βέβαια και ορισμένα σημάδια της πρωτεύουσας που επηρεάζουν αυτό που εκλαμβάνουμε ως βιωματική “καθημερινότητα”. Αφού το ερώτημα θίγει την έλλειψη πρασίνου στην πρωτεύουσα, θα αναφερθώ μόνο σε δύο σχετικά θέματα.

(α)Βαδίζοντας, στα πολλά ελαττωματικά έως και επικίνδυνα πεζοδρόμια, απαγορευτικά στο σύνολο τους για ΑΜΕΑ, παρατηρώ τα σημεία και τον τρόπο με τον οποίο ο Δήμος Αθηναίων φυτεύει νέα δενδρύλλια στη θέση αυτών που καταστρέφονται καθημερινά από ασυνείδητους οδηγούς που επιδιώκουν να παρκάρουν αγνοώντας τα κράσπεδα. Αντί λοιπόν ο Δήμος να δημιουργεί μια κατασκευή περιμετρικής προστασίας γύρω από τα δέντρα, περιορίζεται στο να δένει τους κορμούς τους με ένα απλό καλάμι! Ας σκεφτούν επομένως λίγο περισσότερο οι αρμόδιοι, ή ας παραδειγματιστούν από αντίστοιχες ενέργειες στις ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες.

(β)Τα πάρκα και οι χώροι υπαίθριας αναψυχής, αν δεν έχουν εγκαταλειφθεί (π.χ. Λόφος Στρέφη, κ.ά.), συντηρούνται ελάχιστα (π.χ. Λυκαβηττός). Εξαίρεση αποτελεί η σχετικά πρόσφατη ανάπλαση του Πεδίου του Άρεως. Και εδώ, ας παραδειγματιστούν οι αρμόδιοι των Δήμων της πρωτεύουσας από την λειτουργική και αισθητική ποιότητα και συντήρηση των πάρκων της πρωτεύουσας της γειτονικής Βουλγαρίας, τη Σόφια.

Και ολίγη ψυχολογία και ανθρωπολογία. Ενδεχομένως, η συνεχής έκθεση σε κάποιο φαινόμενο, η συνήθεια γενικά, μπορεί να αποστερεί τον άνθρωπο από την ικανότητα του να βλέπει, να παρατηρεί και να κρίνει με τη διαύγεια και την οξύνεια που θα μπορούσε το ίδιο αυτό φαινόμενο να προκαλεί, ή, που όντως προκαλεί αρχικά· το ίδιο μπορεί να συμβεί και με το ενδιαφέρον που κάποιο σταθερό φαινόμενο-αντικείμενο δημιουργεί στον άνθρωπο. Όμως, η “διαστροφή” και η αφασία εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο έχει καλλιεργηθεί και έχει μάθει ο άνθρωπος να παρατηρεί, να ερμηνεύει αυτά που φαίνονται κατ΄αρχήν φυσιολογικά και αναλλοίωτα μέσα από το “παράθυρο” από το οποίο κοιτάζει και αξιολογεί τα πράγματα. Και εδώ είναι που μπαίνει κάτι σημαντικό σε σχέση με το ερώτημα, πέρα από τον «εθισμό». Αντίστοιχα, μπορεί να εκδηλωθεί αδιαφορία για τα φαινόμενα ή μπορεί να τρωθεί η κριτική ικανότητα και αντίληψη περί αισθητικής και τρόπου ζωής, όταν π.χ. ένας “πολιτισμός” αλλάζει, βρίσκεται σε μεταβατική ή “υπό ανάπτυξη” φάση. Ίσως κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα και σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της. Σε γενικά πλαίσια, ένα μεγάλο τμήμα αυτού του πληθυσμού δεν κατέχει ακριβώς τις “αξίες” της “κουλτούρας” στην οποία επιδιώκει να συγκλίνει, ενώ έχει μερικώς απωλέσει και τη μνήμη του για τις σταθερές αξίες μιας περασμένης φάσης.

Ίσως δηλαδή, αναπτύσσεται μια μεταβατική “παρα-κουλτούρα”.

Ενδιαφέρει αυτό που “φοριέται”, αυτό που η αρχιτεκτονίζουσα μόδα καθορίζει. Αποδεχόμαστε επομένως άκριτα το “διαρκές ερέθισμα”, του οποίου η διάρκεια δεν υφίσταται. Ο αποπροσανατολισμός επομένως και η ενδεχόμενη διαστροφή, η αποδοχή της “βίας” και του “τίποτα”, η απομίμηση και η αποστήθιση των clichés, αφορούν τόσο στις αντιαισθητικές επιλογές του νέου τρόπου ζωής (γιατί δεν έχουν κάποιο βάσιμο λόγο ύπαρξης), όσο και στις συγκεχυμένες και εξ ίσου αντιαισθητικές επιλογές και αναφορές για το κατασκευασμένο και το φυσικό περιβάλλον.

Μήπως όμως φέρει ευθύνη και ο έλληνας πολίτης; Τουλάχιστον ο «σπουδασμένος»;

Να πω τελικά και κάτι καλό. Όποτε γυρνώ στην Αθήνα από το εξωτερικό, προσπαθώ να αγνοώ τα αρνητικά ερεθίσματα και να αντλώ θετικά συναισθήματα από εντοπισμένα στέκια και γειτονιές της που δίκαια εξακολουθούν να ασκούν γοητεία.

ΜΑΠ: Παραμένοντας στο ίδιο κεφάλαιο, παρακολουθούμε τις προσπάθειες των ανδρών αρχιτεκτόνων της σοβιετικής πρωτοπορίας, τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι., για την επονομαζόμενη «σοσιαλιστική επανεγκατάσταση» του πληθυσμού σε οικιστικά συγκροτήματα (τα επονομαζόμενα ζιλκομπινάτ) και κοινοτικές πολύ-κατοικίες / Ντομ-κομμούνα σύμφωνα με τις αρχές μιας κοινής ζωής: κολεκτιβοποίηση της καθημερινότητας και διαμοιρασμός των λειτουργικών αναγκών (φροντίδα παιδιών, νοικοκυριό κ.α.) με απώτερο στόχο την χειραφέτηση των γυναικών και ίσες ευκαιρίες κοινωνικοποίησης και πολιτισμού για όλους. Στο μυαλό μου ήρθε αυτόματα η περίπτωση της αυτοδίδακτης αρχιτεκτόνισσας Alice Constance Austin που το 1916 σχεδιάζει για την σοσιαλιστική κοινότητα Llano del Rio στην Καλιφόρνια, kitchen-less houses (σπίτια χωρίς ιδιωτικές κουζίνες) όπου ένα δίκτυο υπόγειων σιδηροδρομικών γραμμών μεταφέρει σε κάθε κατοικία φαγητό, καθαρά ρούχα και πιάτα από τη συλλογική κουζίνα και το συλλογικό πλυσταριό όπου οι περισσότερες εργασίες πραγματοποιούνται από μηχανές επιστρέφοντας στη γυναίκα χρόνο για αμειβόμενη εργασία εκτός σπιτιού, κοινωνικοποίηση, μόρφωση και εκπαίδευση. Σκέφτεστε κάποιο αντίστοιχο παράδειγμα σοσιαλιστικού/φεμινιστικού σχεδιασμού από γυναίκες για γυναίκες στους κόλπους του σοβιετικού μοντερνισμού;

ΚΞ: Το μόνο παράδειγμα της εποχής του σοβιετικού μοντερνισμού που μπορώ να επισημάνω προέρχεται από την προσαρμοσμένη εφαρμογή της “κουζίνας της Φρανκφούρτης” από την αυστριακή αρχιτέκτονα και φεμινίστρια Μαργκαρέτε Σύττε-Λιχότσκυ [Margarete “Grete” Schütte-Lihotzky]. Η ίδια εργάστηκε στη σοβιετική Ρωσία από τις αρχές τις δεκαετίας 1930 πλαισιώνοντας την “ταξιαρχία Μάυ [Ernst May]”. H Σύττε-Λιχότσκυ σχεδίασε την περιώνυμη κουζίνα με στόχο τη διευκόλυνση της μαγειρικής λειτουργίας, απευθυνόμενη στην εργασία της γυναίκας πρώτιστα χωρίς εντούτοις να αποκλείει την ανδρική συμβολή στην προετοιμασία του φαγητού.

Η ίδια δήλωνε χαρακτηριστικά: “… Σχεδίασα την κουζίνα ως αρχιτέκτονας, όχι ως νοικοκυρά.” [“…Ich habe die Küche als Architektin entwickelt, nicht als Hausfrau.”]

Έτσι κάπως, από τα μέσα περίπου της 3ης δεκαετίας, πραγματοποιήθηκε η σταδιακή μετάβαση από την προηγούμενη κατάργηση της ατομικής ή οικογενειακής κουζίνας και τη θέσπιση συλλογικών μαγειρείων και χώρων εστίασης στην εκ νέου επανένταξη και χρήση της στην χωροταξική κτιριολογία της κατοικίας.

Η ΚΟΥΖΙΝΑ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ (1926). ΜΑΡΓΚΑΡΕΤΕ ΣΥΤΤΕ ΛΙΧΟΤΣΚΥ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ NEUES FRANKFURT, ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ.

Θα ήθελα όμως να επεκταθώ κάπως και στο θέμα της παρουσίας και του ρόλου της σοβιετικής γυναίκας, μιας και γίνεται αναφορά στο ερώτημα σχετικά με την  “χειραφέτηση των γυναικών και ίσες ευκαιρίες κοινωνικοποίησης και πολιτισμού για όλους”. Από το 1969 έως και το 1974 έζησα από κοντά στη Νέα Υόρκη μια ξεχωριστή περίοδο στην ιστορία του ακτιβισμού, κοινωνικοπολιτικού και φεμινιστικού. Η ίδια αυτή περίοδος χαρακτηρίστηκε πολύ αργότερα ως η πιο σημαντική εποχή της σε Έκθεση της Τate Modern του Λονδίνου με τίτλο «Century City: Art and Culture in the Modern Metropolis» (2001). Στον κατάλογο της Έκθεσης αναφέρεται σχετικά: “Η Νέα Υόρκη στις αρχές του ΄70 ήταν το Παρίσι των ΄20 … Άν και ισορροπούσε στα όρια της οικονομικής κατάρρευσης, η πόλη έγινε το κέντρο μιας εκρηκτικής δημιουργικής δραστηριότητας…. Νέα σύνορα, τόσο φυσικά όσο και ψυχολογικά, ανοίγονταν και ζητήματα που σχετίζονταν με τις έννοιες του φύλου, της φυλής, του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, ήρθαν στο προσκήνιο. Η πόλη έγινε πεδίο (arena) πρόκλησης και αμφισβήτησης σε όλων των ειδών τις δεδομένες αντιλήψεις…”    

Ειδικά ως προς το φεμινιστικό κίνημα βάλθηκα να παρακολουθώ και να ενημερώνομαι από δημόσιες ομιλίες, διακηρύξεις και έντυπα σημαντικών εκπροσώπων του, όπως των Germaine Greer, Susan Sontag, Betty Friedan, Angela Davis, Kate Millett, κ.ά. Ένα από τα προσφιλέστερα βιβλία στο οποίο επανέρχομαι συχνά είναι το “Sexual Politics” της Millett, έργο το οποίο ανάγεται στην διδακτορική της διατριβή.

Σε αυτό αναφέρεται μεταξύ άλλων και στη σοβιετική γυναίκα:

“Τον Δεκέμβρη του 1917 και τον Οκτώβρη του 1918, ο Λένιν εξέδωσε δύο αποφάσεις που αναιρούσαν τα προνόμια των ανδρών πάνω στα εξαρτημένα από αυτούς άτομα και επιβεβαίωσε το απόλυτο δικαίωμα στην οικονομική, κοινωνική και σεξουαλική αυτοδιάθεση στις γυναίκες, ανακοινώνοντας ως δεδομένη την ελεύθερη επιλογή του τόπου διαμονής, του ονόματος και της εθνικότητας τους. Υπήρξε κάθε νομική πρόβλεψη για την κάλυψη της      πολιτικής και οικονομικής ισότητας [των φύλων]. Καθώς ο Λένιν γνώριζε ότι κανείς δεν μπορεί να την εξασφαλίσει αποκλειστικά νομοθετώντας, υποστήριξε τέτοιες προσπάθειες για γυναίκες και παιδιά ώστε η οικονομική τους ανεξαρτησία να γίνει πραγματικότητα: παιδικοί σταθμοί έπρεπε να δημιουργηθούν και θεσμοθετηθούν, τα οικιακά καθήκοντα να κολλεκτιβοποιηθούν  ώστε οι γυναίκες να απαλλαγούν από την αγγαρεία τους, άδειες μητρότητας να παραχωρηθούν, και οι γυναίκες να προσλαμβάνονται ίσοις όροις στο εργατικό δυναμικό, που όπως και η παιδεία και η κατοίκηση θα αντιμετωπίζονταν συλλογικά. … [όμως] με όλα αυτά,      το Σοβιετικό πείραμα απέτυχε και εγκαταλείφθηκε. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1930 και 1940, η Σοβιετική κοινωνία προσομοίαζε σε μια τροποποιημένη εκδοχή πατριαρχίας ανάλογης με των χωρών της Δύσης· ενίοτε, ο ζήλος που επιδεικνύονταν από την προπαγάνδα για την          παραδοσιακή οικογένεια δεν διέφερε διόλου από εκείνη των Δυτικών, συμπεριλαμβανόμενης    και της ναζιστικής Γερμανίας. Οι λόγοι για την αντιδραστική επαναφορά (βλ. και counter-revolution/αντεπανάσταση) είναι πολλοί και σύνθετοι, όμως ένας σημαντικός αριθμός συντηρητικών παρατηρητών χαίρονταν τόσο ώστε ήταν πρόθυμοι να τους αποδώσουν στη          φύση, ”στη βιολογική τραγωδία των γυναικών”, στη διαιώνιση και εγκυρότητα της πατριαρχικής οικογένειας, κ.ο.κ.”. (σ.168-169) “… η “συλλογικότητα” αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση, άν όχι αδύνατο στη μόνιμη καθιέρωσή του εγχείρημα, ώστε να μπορεί να σταθεί επίσης σε ευθεία αναλογία με την αίσθηση και την οργάνωση της οικογένειας. Υπήρχαν     επιπρόσθετα ορισμένα αρχέτυπα σφάλματα, εγγενή στην επαναστατική νοοτροπία: η πεποίθηση ότι η σεξουαλικότητα είναι ασύμβατη με την κοινωνική προσπάθεια και αφοσίωση· εικασία ότι η σεξουαλικότητα αντιτίθεται στο συλλογικό ή πολιτισμικό πρόταγμα…. τέτοιες παρανοήσεις στην προσέγγιση των κοινωνικών αλλαγών, με συνακόλουθη την αποτυχία παροχής μέσων για την πραγματοποίηση τους, η αναπόφευκτη επίσης σύγχυση γύρω από τέτοιες ριζοσπαστικές κοινωνικές μεταλλάξεις που δεν συνοδεύονταν από την αντικατάσταση με αντίστοιχους θεσμούς, ερμηνεύτηκαν από τους λειτουργούς του νέου δόγματος ως χαοτικές. Ένας λαός τόσο πρόσφατα απελευθερωμένος δεν γνώριζε πως να κάνει χρήση της ελευθερίας του, και η σεξουαλικότητα κακοποιούνταν (ειδικά κάτω από τις συνθήκες ένδειας που ακολούθησε τις εμφύλιες συγκρούσεις της περιόδου 1918-22)….».(σ. 170-171)

KITCHEN-LESS HOME DESIGNS BY FEMINIST ARCHITECT ALICE CONSTANCE AUSTIN FOR THE LLANO DEL RIO SOCIALIST COMMUNE, LOS ANGELES, CALIFORNIA, USA (1916).

Και σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της, η Μillett καταλήγει στη διαπίστωση ότι: “… το αρχέτυπο της μητέρας και του στρατιώτη αντικατέστησε τους επαναστάτες συντρόφους και εραστές”.(σ.175)                                                                       

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ.

ΜΑΠ: Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο «αινιγματικός-ευριστικός» σχεδιασμός της οικίας Μέλνικοφ στη Μόσχα από τον ίδιο τον αρχιτέκτονα για την οικογένειά του. Η χωροθέτηση της τραπεζαρίας, της κουζίνας, των βοηθητικών χώρων, του λουτρού, του WC, των παιδικών δωματίων και του δωματίου της Α. Γκαβρίλοβνα στη πρώτη στάθμη του ισογείου με ολόκληρη τη δεύτερη και τη τρίτη στάθμη να αφιερώνονται στο κύριο υπνοδωμάτιο, στο καθιστικό/σαλόνι και στο εργαστήριο-στούντιο του αρχιτέκτονα πραγματώνει μια αρκετά εμφανή ανισοκατανομή χώρου στα διαφορετικά μέλη της οικογένειας με έντονες πατριαρχικές συνυποδηλώσεις. Με αφορμή όλα τα παραπάνω, πώς θα σχολιάζατε την σχεδόν καθολική ανδροκρατία στη σοβιετική αρχιτεκτονική τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια μετά την Επανάσταση;  

ΚΞ: Είναι πράγματι έτσι όπως διατυπώνεται στο ερώτημα. Ο Μέλνικοφ υπήρξε και αποδείχθηκε ισχυρή προσωπικότητα που του επέτρεψε, σε αντίθεση με πολλούς άλλους συναδέλφους του, να ζήσει και να εργαστεί στην κατοικία του σε όλη τη διάρκεια της σταλινικής εξουσίας. Η διάταξη των χώρων στα τρία επίπεδα ενισχύει την υπόθεση μιας πατριαρχικής οικογένειας, όπως και το γεγονός της αποδοχής ή/και ανοχής του από τον “πατερούλη” Στάλιν.

MELNIKOV HOUSE IN MOSCOW, RUSSIA, 1929 BY KONSTANTIN MELNIKOV. PHOTOGRAPHY: DENIS ESAKOV.
MELNIKOV HOUSE IN MOSCOW, RUSSIA, 1929 BY KONSTANTIN MELNIKOV. PHOTOGRAPHY: DENIS ESAKOV.
MELNIKOV HOUSE IN MOSCOW, RUSSIA, 1929 BY KONSTANTIN MELNIKOV.

Το προηγούμενο απόσπασμα της Millett παρέχει ένα γενικότερο πλαίσιο που εξηγεί την τελική επικράτηση μιας ανδροκρατούμενης σοβιετικής κοινωνίας, με επιπτώσεις στην άσκηση και στα έργα της αρχιτεκτονικής.

MELNIKOV HOUSE IN MOSCOW, RUSSIA, 1929 BY KONSTANTIN MELNIKOV.

Μικρή εξαίρεση αφορά ορισμένες άλλες καλές τέχνες όπου η γυναικεία δραστηριότητα αναδεικνύονταν ίση, αν όχι και ποιοτικά ανώτερη της αντίστοιχης ανδρικής.

MELNIKOV HOUSE IN MOSCOW, RUSSIA, 1929 BY KONSTANTIN MELNIKOV.

Ενώ λοιπόν, η “επώνυμη” σοβιετική γυναίκα εξακολουθούσε να διεκδικεί και να απολαμβάνει το προνόμιο της πλήρους ισότητας, ο υπόλοιπος γυναικείος πληθυσμός κατέληξε να είναι έρμαιο της οπισθοδρομικής εξέλιξης της σοβιετικής κοινωνίας, ειδικά στα χρόνια της σταλινικής εξουσίας και επέκεινα. Το διαπιστώνει κανείς άλλωστε και από τη σύνθεση της πολιτικής νομενκλατούρας η οποία μέχρι σήμερα είναι εντελώς ανδροκρατούμενη και φιλόνικη. Παρ’ όλα αυτά, η απουσία της γυναίκας στα πρώτα δεκαπέντε χρόνια θέτει πολλά ερωτηματικά και η αιτιολόγηση της απαιτεί περισσότερη και ευρύτερη ιστορική και ψυχο-κοινωνική έρευνα.

MELNIKOV HOUSE IN MOSCOW, RUSSIA, 1929 BY KONSTANTIN MELNIKOV.
ДОМ МЕЛЬНИКОВА, ВТОРОЙ ЭТАЖ, ГОСТИНАЯ.
ДОМ МЕЛЬНИКОВА, ВТОРОЙ ЭТАЖ, СПАЛЬНЯ.
ДОМ МЕЛЬНИКОВА, ВТОРОЙ ЭТАЖ, СПАЛЬНЯ.

ΜΑΠ: Το τελευταίο, έβδομο, κεφάλαιο του Σοβιετικού Μοντερνισμού τιτλοφορείται Η εκπαιδευτική νεωτερικότητα των ΦΧΟΥΤΕΜΑΣ-ΦΧΟΥΤΕΙΝ, Ομοιότητες και διαφορές με το Bauhaus και αφορά την εκπαιδευτική φιλοσοφία, τους στόχους και τα προγράμματα των δύο σημαντικών σοβιετικών Ανώτερων Καλλιτεχνικών και Τεχνικών Εργαστηρίων ΦΧΟΥΤΕΜΑΣ (1920-1926) και ΦΧΟΥΤΕΙΝ (1926-1930) που εργάστηκαν «πρώτιστα στη δημιουργία μιας νέας, αντιελιτίστικης αισθητικής (που) θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια πρακτική «αισθητική της καθημερινότητας». Περιγράψτε μας τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της “αντιελιτίστικης αισθητικής της καθημερινότητας” και τα εκπαιδευτικά μέσα που χρησιμοποιούνταν για να καλλιεργηθεί. Υπάρχει κάποιος εκπαιδευτικός νεωτερισμός των ΦΧΟΥΤΕΜΑΣ-ΦΧΟΥΤΕΙΝ που θεωρείτε οτι λείπει από την αρχιτεκτονική εκπαίδευση (όπως την έχετε βιώσει) στις μέρες μας και θα είχε νόημα να ενσωματωθεί στα προγράμματα των αρχιτεκτονικών σχολών; 

ΚΞ: Ενίοτε αναφέρεται ότι τα ΦΧΟΥΤΕΜΑΣ είναι το “Bauhaus της Ρωσίας”.

Να μπορούσε άραγε να προβληθεί ο αντίστροφος ισχυρισμός ότι το Bauhaus είναι τα “ΦΧΟΥΤΕΜΑΣ της Δύσης”;

Ο Naum Gabo δήλωνε λ.χ. ότι “το Bauhaus υιοθέτησε και επέκτεινε τις αρχές της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης που πρωτοεφαρμόστηκαν στα ρωσικά ΦΧΟΥΤΕΜΑΣ.” Ανάλογο σκεπτικό εξέφρασαν πιο πρόσφατα θεωρητικοί όπως ο Kenneth Frampton, ο Jean-Louis Cohen, η Anna Bokov, κ.ά. Άλλωστε, απουσίαζε αρχικά από το Bauhaus ένα αυτούσιο τμήμα αρχιτεκτονικής μέχρι το 1928, όταν ανέλαβε ο Hannes Meyer, σε αντιδιαστολή με την εξ αρχής ένταξη του στα προγράμματα των σοβιετικών Εργαστηρίων. Είναι π.χ. επίσης γνωστό ότι ο Meyer, καθιέρωσε στο πρόγραμμα του Bauhaus ένα ψυχοτεχνικό μάθημα στο πρότυπο που είχε ήδη προηγουμένως εισάγει στα ΦΧΟΥΤΕΜΑΣ ο Λαντόφσκι, δάσκαλος και ηγετικό μέλος της ΑΣΝΟΒΑ, της Ένωσης Νέων Αρχιτεκτόνων.

Σε ότι αφορά το άνοιγμα των εργαστηρίων ΦΧΟΥΤΕΜΑΣ στη σοβιετική κοινωνία, αρχικά σε μεγάλους αριθμούς μαθητευόμενων, χωρίς απαραίτητες προϋποθέσεις σχολικής-γυμνασιακής προπαιδείας, χωρίς διακρίσεις φύλου, θα μπορούσε να αναγνωριστεί ως μια από τις ενδείξεις “αντιελιτισμού”, συμβατού με την κομμουνιστική ιδεολογία της συγκεκριμένης προ του Στάλιν εποχής. Εδώ καταγράφεται κάποια διαφορά με την κατά το πλείστον επιλεκτική τακτική από την πλευρά του Bauhaus, ίσως με εξαίρεση την μάλλον καχεκτική παρουσία και συμμετοχή της γυναίκας. Ο “αντιελιτισμός” και η επιδίωξη έργων, είτε αυτά αναφέρονταν στην αρχιτεκτονική λειτουργικότητα, είτε στον σχεδιασμό χρηστικών-εργονομικών αντικειμένων, με τη συνεργασία και τις δυνατότητες της βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής  για το σύνολο του πληθυσμού, πιστοποιείται επίσης από τα έργα των σοβιετικών εργαστηρίων. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αποτελούσαν προϊόντα μιας “αισθητικής της καθημερινότητας”. Αντίστοιχος χαρακτηρισμός αφορά και στα έργα, ειδικά τα χρηστικά αντικείμενα, που σχεδιάζονταν στα εργαστήρια του Bauhaus. Τέλος, ως παράδειγμα “αντιελιτισμού” θα μπορούσα να επισημάνω και το γεγονός της ισότιμης προβολής του Bauhaus από το Ινστιτούτο Αχιτεκτονικής της Μόσχας σε κοινή επετειακή εκδήλωση του 2019 για τα 100 χρόνια από την ίδρυση των Ελεύθερων Κρατικών Εργαστηρίων-ΣΒΟΜΑΣ (1918), του Bauhaus (1919), και των Ανώτερων Καλλιτεχνικών και Τεχνικών Εργαστηρίων-ΦΧΟΥΤΕΜΑΣ (1920).

Ένα μεγάλης σημασίας γεγονός με δεκάδες εισηγήσεις και παρεμβάσεις στις οποίες μπορεί οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος να ανατρέξει, σε αντίθεση με αντίστοιχες επετειακές εκδηλώσεις στην Ευρώπη και στην Ελλάδα οι οποίες εστίαζαν αποκλειστικά στο Bauhaus. Ένας “ελιτισμός” που ίσως οφείλεται στην άγνοια και στην «υπερατλαντική φετιχοποίηση του Bauhaus” ειδικά μετά τη μετανάστευση των πρωτεργατών του Walter Gropius, Mies van der Rohe, Marcel Breuer, και άλλων στις Η.Π.Α., όπως το επισημαίνει σκωπτικά ο Kenneth Frampton σε σχόλιο του στον πρόσφατο τόμο της Anna Bokov “Avant-Garde as Method: Vkhutemas and the Pedagogy of Space” (2020). Στο θέμα του “ελιτισμού” και του ”αντιελιτισμού” θα άξιζε τέλος να σημειωθεί μια συγγενής ιδιότητα η οποία αποτελεί μέχρι και στις μέρες μας αντικείμενο δογματικής και ηθικοπλαστικής αμφισβήτησης, ενίοτε και σύγχυσης. Πρόκειται για την “αριστεία”, την καλλιέργεια, την επιδίωξη και την επιβράβευση της. Μήπως τα σοβιετικά εργαστήρια δεν αναγνώριζαν και αυτά την αριστεία στα δημιουργικά έργα στα χρόνια της πρωτοπορίας, έχοντας εξασφαλίσει την ισότιμη πρόσβαση σε αυτά; Πως αλλιώς;

Στη συνέχεια, επιλέγω να αναφερθώ ακροθιγώς σε δύο θέματα και τις σκέψεις που ενδεχομένως μπορούν να εγείρουν σε σχέση με τα σημερινά προγράμματα αρχιτεκτονικής παιδείας και εκπαίδευσης, ανταποκρινόμενος εν μέρει και στο τελευταίο σκέλος του ερωτήματος.

Πρώτα, στη μέθοδο συνεκτίμησης ψυχολογικών παραμέτρων και των αντίστοιχων επιρροών τους στον σχεδιασμό, στα πρότυπα του πειραματικού Ψυχο-τεχνικού Εργαστηρίου του Λαντόφσκι.

Τότε, στόχος ήταν να επαναδιατυπωθεί με αντικειμενικούς όρους και μέτρα, η “διαισθητική προσέγγιση” που συνήθως ασκούνταν από τον σπουδαστή της αρχιτεκτονικής κατά τη διαδικασία σχεδιασμού, προκειμένου να αναπτυχθεί μια έλλογη αντικειμενικότητα, η οποία να προσδίνει στην αρχιτεκτονική και την αντίληψη της μορφής επιστημονική και φαινομενολογική αξία. Στη πορεία της, η αρχιτεκτονική εκπαίδευση διευρύνθηκε ανάλογα κατά καιρούς με την ένταξη άλλων κλάδων, ειδικά από τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Κατά τη δεκαετία 1960, προγράμματα αρχιτεκτονικών σπουδών εμπλουτίστηκαν με τη διδασκαλία και την έρευνα κλάδων συμπεριφορικής και περιβαλλοντικής ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, ανθρωπολογίας, και φιλοσοφίας, παράλληλα με αυτούς της εμπειρικής μεθόδου, της θεωρίας και της ανάλυσης συστημάτων, της κυβερνητικής, που ενισχύονταν τότε από την εμβρυακή λειτουργία των πρώτων υπολογιστών. Αλλά και πιο κοντά μας, ανάλογη διεπιστημονική διεύρυνση είχε την ίδια εποχή επιδιώξει με γνώση και επιμονή ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης με την οικιστική θεωρία του (Ekistics) για τους ανθρώπινους οικισμούς και τις αντίστοιχες διεπιστημονικές τοποθετήσεις στα πλαίσια των “Συμποσίων της Δήλου”.

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν το εξαιρετικά πλούσιο υλικό των Αρχείων Δοξιάδη αποτελεί σήμερα αντικείμενο έρευνας ή διδασκαλίας στις Σχολές Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας στη χώρα μας; Αν δεν είναι, πιστεύω ότι θα έπρεπε.

Πιο κοντά στην εποχή μας, ανάλογες εμβαθύνσεις διερευνήθηκαν από πρωτοπόρες σχολές όπως κατέδειξε, π.χ., διατριβή στο Πανεπιστήμιο Άαλτο του Ελσίνκι με τίτλο: Αποδεσμεύοντας τη διαίσθηση (Intuition Unleashed).

Η υποψήφια διδάκτωρ αναφερόταν σε ιδιότητες που αλληλοσυμπληρώνονται και επιστρατεύονται από τον αρχιτέκτονα κατά τη διαδικασία του σχεδιασμού. Πως αυτές, ορισμένες από τις οποίες βρίσκονται στη σφαίρα του ενστίκτου και του ά-συνείδητου,  μπορούν να αναπτυχθούν και να καλλιεργηθούν παράλληλα με μια ενσυνείδητη φαινομενολογική προσέγγιση, στο πρόγραμμα της βασικής Αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης; Άν και πως μπορούν ιδιότητες εν υπνώσει να ενισχύσουν εκλογικευμένες νοητικές διαδικασίες σε διάφορα ζητούμενα κατά τη διαδικασία σχεδιασμού;

Τέλος, το πλούσιο και μακροχρόνιο συγγραφικό και δοκιμιακό έργο του Juhani Pallasmaa θα αποτελούσε και αυτό πηγή έμπνευσης για τον εμπλουτισμό της διευρυμένης αντίληψης και παιδείας της Αρχιτεκτονικής. (Βλ. π.χ. σχετικά πρόσφατη δημοσίευση 12 επιλεγμένων δοκιμίων του από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).

Παραμένοντας στα ΦΧΟΥΤΕΜΑΣ, ένα δεύτερο θέμα που απασχόλησε τη σκέψη μου, αφορά  στην υλοποίηση μιας διπλωματικής εργασίας των σπουδαστών Μιχαήλ Μπαρς και Μιχαήλ Σινιάφσκι για το Πλανητάριο της Μόσχας (1927-1930).

Στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων στην Πάτρα, είχα την ευκαιρία να καθοδηγώ διπλωματικές εργασίες ή/και να παρίσταμαι σε αυτές ως κριτής. Μετά από τόσα χρόνια αναπολώ κάποιες από τις πολλές εξαιρετικές εργασίες των σπουδαστών-σπουδαστριών. Τότε, επίσης, μου πέρασε από το νου το εξής ερώτημα: 


Γιατί δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν αρκετές από τις θαυμάσιες σπουδαστικές προτάσεις, κυρίως δημόσιου χαρακτήρα και ωφέλειας, αντί να παραμένουν ως θεωρητικά απομεινάρια στα φοιτητικά ή πανεπιστημιακά συρτάρια και αρχεία, ή απλά, κάποια μόνο να επιβραβεύονται από αρχιτεκτονικά μέσα πληροφόρησης;

Η χώρα θα είχε να προβάλλει μια αξιοσημείωτη παγκόσμια «πρωτιά», δίνοντας φτερά στους νέους, επιλύοντας σχετικά το θέμα της ανεργίας, περιορίζοντας την φυγή τους στα ξένα. Αρκεί επίσης να αναλογιστεί κανείς το τεράστιο όφελος και την εμπειρία που θα αποκόμιζε ο κάθε σπουδαστής διδασκόμενος από νωρίς από τη συμμετοχή του σε όλες τις φάσεις μιας μελέτης, τη συνεργασία του με ειδικούς μελετητές, μέχρι την αδειοδότηση των μελετών (συχνά επώδυνη) και την κατασκευή, την οργάνωση εργοταξίου και την επίβλεψη. Τις εργασίες των σπουδαστών θα μπορούσαν να πλαισιώνουν έμπειρα γραφεία ή αρχιτέκτονες, παρέχοντας ευκαιρίες για μελλοντικές συνεργασίες. Κάτι ανάλογο έγινε π.χ. στη Φινλανδία με το Περίπτερο της στη Διεθνή Έκθεση της Σεβίλλης – έργο σπουδαστών του Πολυτεχνείου του Ότανιεμι.

Θα ενισχύονταν τελικά και θα αναδεικνύονταν η αρχιτεκτονική ποιότητα των δημοσίων και κοινοφελών υποδομών, που ενώ σήμερα προβάλλουν ως ενδεδειγμένες και αναγκαίες, είναι ανύπαρκτες ή περιορισμένες. Ένα όραμα, μια πρωτοβουλία στα όρια μιας πρωτοπορίας, που αντιμετωπίζεται σήμερα ως ουτοπία, πριν η ίδια ανατραπεί και προκύψει ως αλήθεια!

ΜΑΠ: Η συγγραφή του Σοβιετικού Μοντερνισμού υπήρξε επί δεκαετίες «ενδόμυχη πρόθεσή» σας που παρέμενε, μέχρι σήμερα, ανεκπλήρωτη μαζί με άλλες συγγραφικές επιθυμίες και φιλοδοξίες. Ποιο είναι το επόμενο «συγγραφικό απωθημένο» που θέλετε να κάνετε πραγματικότητα; 

Διάβασα πριν 2-3 χρόνια ένα συμπαθητικό δοκίμιο του πολυγραφότατου συναδέλφου και φίλου Δημήτρη Φιλιππίδη. Τίτλος του: “Εγώ γράφω”! Ο Φιλιππίδης όντως γράφει και πάλι γράφει, και μας εκπλήσσει, μας ευφραίνει και μας διδάσκει ευχάριστα με το γόνιμο και σύνθετο συγγραφικό του έργο. Όπως το αντιλαμβάνομαι, η συγγραφική του δραστηριότητα που ξεκινάει από παλιά, εκτός από επιθυμία και ανάγκη, τολμώ να πω ότι έχει τα χαρακτηριστικά ενός βιωματικού εθισμού.

EL LISSITZKY, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ, ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ, 1922.

Σε αντιπαραβολή, θα έλεγα ότι η δική μου συγγραφική ενασχόληση έχει μάλλον συμπτωματικό χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι εμφανίζεται με μεγαλύτερη πυκνότητα τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια. Η θεματική των συγγραμμάτων μου προκύπτει βέβαια από ένα σημαντικό βάθος χρόνου και αντίστοιχης μελέτης και έρευνας· μελέτη και έρευνα που επίσης προέκυψαν από συμπτώσεις και λιγότερο από προγραμματισμένες επιλογές και απωθημένα.

EL LISSITZKY, ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΦΩΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΓΙΑΚΟΦΚΣΙ, 1923.

Όπως είναι ευνόητο ο παράγων χρόνος έχει ιδιαίτερη σημασία και φέρει το ειδικό βάρος του εκεί όπου κάποιος επιδιώκει να ασχοληθεί με θέματα αντίστοιχα με των μέχρι σήμερα συγγραμμάτων μου (βλ. θέματα ιστοριών αρχιτεκτονικής: το νοσοκομείο, Άαλτο και Ελλάδα, σοβιετικός μοντερνισμός). Έτσι λοιπόν, η όποια επιλογή μου θα έπρεπε είτε να προέρχεται από το παρελθόν, είτε να μπορεί να συντεθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, κάτι που ευνοεί το “δοκίμιο” αντί του “βιβλίου”, καθώς και τον προσανατολισμό μου στο πρώτο συγγραφικό είδος από εδώ και πέρα. Γιατί απλά δεν υπάρχει πλέον μπροστά η πολυτέλεια του εκτεταμένου χρόνου.

“Εγώ διαβάζω” λοιπόν σήμερα. Διαβάζω με απληστία.

Ένα πρόσφατο παράδειγμα αναγνώσεων αφορά στη σχέση του ελληνισμού με τον βουδισμό. Το ενδιαφέρον μου προέκυψε από σχετικά αντικείμενα και παραστάσεις στα αρχαιολογικά μουσεία και σε παλαιοπωλεία στη Μπαγκόκ και στο Νέο Δελχί. Κάποια στιγμή είχα την ιδέα να ασχοληθώ με το θέμα συγγραφικά. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι ένα τεράστιο θέμα που άπτεται δύο πολιτισμών με ιστορικές ρίζες και συσχετίσεις παρελθόντων αιώνων, θα απαιτούσε δέκα ίσως και περισσότερα χρόνια έρευνας. Ενώ το θέμα ήδη απασχολεί εδώ και χρόνια έναν έλληνα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Hong Kong, τον Γεώργιο Χαλκιά, αν όχι και άλλους έλληνες και ξένους μελετητές. Περιορίζομαι συνεπώς στο επιλεκτικό διάβασμα γύρω από αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα, με τις προεκτάσεις του στην ιστορία, τη γεωγραφία, τη φιλοσοφία και την τέχνη.

LOUNGE BUILDING OF THE WRITERS’ RESORT IN SEVAN, SEVAN PENINSULA, ARMENIA | ARCHITECT: GEVORG KOCHAR (YEREVANPROEKT), 1963-1968 | © NATIONAL ARCHIVES OF ARMENIA.

Ένα ακόμα παράδειγμα, συμπτωματικό και αυτό, ίσως με οδηγήσει στη συγγραφή ενός δοκιμίου. Πρόσφατα γνωρίστηκα στην Ταϊλανδη με μια ιαπωνέζα κυρία, την Μαρίκο. Στις συζητήσεις μας περί ιαπωνικής τέχνης και αρχιτεκτονικής μου αποκάλυψε ότι η πιο στενή της φίλη είναι η κόρη του σπουδαίου αρχιτέκτονα Kenzo Tange. Και ω του θαύματος! Ο Kenzo Tange με πήγε εξήντα χρόνια πίσω τότε που στα σπουδαστικά μου χρόνια στο ΕΜΠ, ο ιάπωνας αρχιτέκτων ήταν ένα από τα ινδάλματα μας και το Japan Architect ένα από τα προσφιλέστερα αρχιτεκτονικά περιοδικά, στο οποίο ήμουν συνδρομητής.  Η κυρία Μαρίκο υποσχέθηκε να με φέρει σε επαφή με τη φίλη της όταν αποφασίσω να ταξιδέψω στη χώρα της. Ήδη, συλλέγω ότι σχετικό υλικό αφορά στο έργο και στη σκέψη του μεγάλου αυτού αρχιτέκτονα και σκέφτομαι την εξαιρετική ευκαιρία που ίσως μου προσφερθεί να έχω πρόσβαση στο αρχείο του.

Κατά τα άλλα, αφήνομαι στη ροή του χρόνου και στις εκπλήξεις των συμπτώσεων.

Διαβάστε, περισσότερα, για το βιβλίο του Κωνσταντίνου Ξανθόπουλου, Σοβιετικός Μοντερνισμός, εδώ!


RELATED ARTICLES